Πολλοί είναι αυτοί που θεωρούν ότι θα έπρεπε να απέχουμε από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, γιατί κατά κάποιο τρόπο μας αποσπούν από την ουσία της ζωής. Όμως θα μπορούσαμε χωρίς αυτά, έξω από την εποχή μας δηλαδή, να έχουμε πρόσβαση στην ουσία της ζωής; Ή θα μπορούσε κανείς να έχει εικόνα της εποχής του στον 20ο αιώνα έξω από τον Τύπο;
Έχουν γραφτεί βέβαια πάρα πολλά περί αυτού. Έχω καταλήξει ότι η επαφή με την επικαιρότητα και την κοινωνική επαφή είναι η μία από τις τρεις απαραίτητες δραστηριότητες για την ουσιαστική ζωή και είναι αλληλοτροφοδοτούμενη με τη δεύτερη, η οποία είναι η οπτική μέσα από το φακό της Τέχνης. Δυστυχώς η αίσθηση της όρασης και η πολυδιαφημισμένη αντικειμενικότητά της, δεν μπορούν να μας προσφέρουν την πολυπόθητη συνείδηση, κι ας συνδέεται ετυμολογικά με αυτήν. Μας χρειάζεται ο φακός της Τέχνης για να δούμε πραγματικά. Θα δώσω δύο παραδείγματα για το πώς αλληλοτροφοδοτείται η κοινωνική ζωή με την οπτική μέσα από την Τέχνη.
Τυχαίνει να διαβάζω την τριλογία του Χέρμαν Μπροχ “Οι Υπνοβάτες” στη νέα, εξαιρετική, ελληνική έκδοση. Ψάχνοντας στο διαδίκτυο εικόνες από τα μέρη που διαδραματίζεται το 1903 το δεύτερο βιβλίο με τον υπότιτλο “Αναρχία”, μου έκανε φοβερή εντύπωση η αντίθεση των πανέμορφων φυσικών τοπίων με την ασχήμια και την κλειστοφοβική ατμόσφαιρα από την οποία είναι διαποτισμένο το βιβλίο. Πραγματικότητα είναι για τον άνθρωπο η εικόνα που έχει μέσα του και αυτό μπορεί να διαφέρει πάρα πολύ από το φυσικό περιβάλλον. Εν προκειμένω ο Μπροχ περιγράφει την ψυχολογική κατάσταση των Γερμανών από το 1888 μέχρι το τέλος του 1ου Π.Π. το 1918, αφήνοντας να εννοηθεί ότι αυτή οδήγησε στον ναζισμό, το Β΄Π.Π. και το ολοκαύτωμα.
Επίσης, έτυχε να δω πρόσφατα στο φεστιβάλ κινηματογράφου της κινηματογραφικής λέσχης Λάρισας, για πρώτη φορά, την περίφημη ταινία του Σταύρου Τσιώλη “Ας περιμένουν οι γυναίκες” του 1998. Παρόλο που θυμάμαι πολύ καλά την εποχή, μιας και ήμουν στα μέσα της τρίτης δεκαετίας της ζωής μου, μου έκανε κι εδώ εντύπωση η διάχυτη ασχήμια της εποχής, στα ρούχα, στα αυτοκίνητα, στα μαγαζιά, παντού, ακόμα και στο φυσικό περιβάλλον (που πόσο πιο άσχημο μπορεί να ήταν από τα ίδια μέρη που βλέπουμε σήμερα; μάλλον το αντίθετο…). Γιατί λοιπόν μας φαίνεται άσχημη αυτή η εποχή που ήταν η πιο πλούσια και ήσυχη, ίσως ολόκληρης της ελληνικής ιστορίας; Και γιατί τότε δεν το καταλαβαίναμε; Πώς γίνεται μέσα στη δυστυχία της πρώτης μεταπολεμικής εποχής να φαίνονται στις ταινίες όλα πολύ πιο όμορφα; Τι σχέση έχει αυτή η ασχήμια, όπως τη βλέπουμε τώρα με τα εσωτερικά μας μάτια στην ταινία, με το δικομματισμό και την πολιτική και κοινωνική κατάστασης της εποχής και κατά πόσο οδήγησε αυτή η κατάσταση, αυτή εσωτερική ασχήμια στην πολυεπίπεδη κατάρρευση από το 2009 και μετά;
Γίνεται να αποκτήσουμε να αποκτήσουμε συνείδηση μόνο μέσα από το φακό της Τέχνης; Κατά τη γνώμη μου όχι. Όπως χρειάζονται και τα δύο μάτια για να έχουμε στερεοσκοπική αίσθηση του βάθους, έτσι και η τέχνη χωρίς τη γνώση των ιστορικών δεδομένων, όπως φαίνονται ακόμα και στις λεπτομέρειες των εφημερίδων, περιοδικών, και σήμερα κοινωνικών δικτύων, είναι λειψή.
Η τρίτη απαραίτητη δραστηριότητα για την ουσιαστική ζωή είναι η σχέση με το πνευματικό χωρίς τη μεσολάβηση λέξεων ή συμβόλων. Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.
*Φωτογραφία εξωφύλλου: “Surveillance” (2015) / Marcus Møller Bitsch