Η γλώσσα είναι ένα μαγικό εργαλείο, που βοηθάει στην επικοινωνία με τους γύρω μας αλλά και με τον εαυτό μας, διευκολύνει αναμφισβήτητα τη ζωή μας, καθρεφτίζει τη σκέψη μας – τις περισσότερες φορές. Είναι το εισιτήριο μας για τον έξω κόσμο, είναι, μετά την εμφάνιση μας, η πρώτη εντύπωση που θα κάνουμε σε έναν άνθρωπο που μόλις μας γνωρίζει. Η γλώσσα που εκφέρουμε στο σύνολο της λέει πολλά περισσότερα από μια απλή ακολουθία λέξεων. Αποκαλύπτει, στον παρατηρητικό άνθρωπο, ψυχική κατάσταση, (αυτό)πεποιθήσεις, πιστεύω, ανησυχίες, κοινωνική θέση, καλλιέργεια, παρελθόν και πολλά πολλά άλλα.
Ο φιλόσοφος Wittgenstein παρομοίασε τη γλώσσα με ένα σύνολο από παιχνίδια. Κάθε παιχνίδι έχει διαφορετικούς κανόνες, τους οποίους οι παίκτες γνωρίζουν και ακολουθούν κάθε φορά προκειμένου να «παίξουν». H γλώσσα λοιπόν χρησιμοποιείται για συγκεκριμένο σκοπό μέσα σε ένα «παιχνίδι», το οποίο προφανώς αντιστοιχεί σε μία κοινωνική δραστηριότητα. Επιπλέον, το ότι μιλάμε για παιχνίδια συνεπάγεται ότι μιλάμε για νικητές και χαμένους (ας το κρατήσουμε αυτό για μία άλλη φορά).
Ο Α.Φ. Χριστίδης, Έλληνας γλωσσολόγος και καθηλωτικός καθηγητής στον τομέα Γλωσσολογίας του τμήματος Φιλολογίας του ΑΠΘ, μας έλεγε ότι η σκέψη και άρα η επικοινωνία ξεκινά στον άνθρωπο σε προστακτική μορφή. Οι πρώτες γλωσσικές απόπειρες ενός μωρού στην ουσία αποτελούν προσταγές που περιμένουν να ικανοποιηθούν. Και μετά όμως, όταν μεγαλώνει πια το μωρό, πόσες φορές ακούτε το «μαμά, νερό!» Όσες φορές κι αν επιμείνετε στην προσθήκη του «παρακαλώ», πάλι ακούτε την προσταγή από τον μικρό δυνάστη σας, ο οποίος ακόμα κι όταν μεγαλώσει θα υπάρξουν στιγμές που θα μιλήσει στη μαμά του όπως όταν ήταν μωρό.
Αυτό παίρνει άλλη διάσταση αν αναλογιστεί κανείς γιατί γεννήθηκε η γλώσσα εξ αρχής. Αυτή είναι μια τεράστια συζήτηση της οποίας την πόρτα ΔΕΝ θα ανοίξω, θα πω όμως εν συντομία ότι από τις διάφορες θεωρίες που υπάρχουν, οι περισσότερες, αν όχι όλες, μιλούν για τον κοινωνικό παράγοντα, για την οργάνωση της ομάδας των πρώτων ανθρώπων, τον διαμοιρασμό μιας χρήσιμης πληροφορίας, την έκφραση της ταυτότητας τους (που ανήκω, τι θέση έχω) αλλά και την διαπραγμάτευση με σκοπό και το προσωπικό αλλά και το συλλογικό όφελος.
Προχωρώντας μερικές χιλιετίες και φτάνοντας στο τώρα, ο πυρήνας της γλώσσας παραμένει ο ίδιος. Είμαστε γενετικά προδιατεθειμένοι να αποκτήσουμε τη γλώσσα, ωστόσο για να ενεργοποιηθεί η προδιάθεση αυτή, η έκθεση στη γλώσσα είναι προαπαιτούμενη. Δεν είναι οι λέξεις, αλλά η (συν)ανθρώπινη ματιά που δίνει σημασία στις λέξεις. Εξάλλου όπως είπε ο Διονύσιος Σολωμός, «η γλώσσα δεν είναι σπουδή λέξεων αλλά μελέτη ανθρώπων». Μιλάμε λοιπόν μέσα στο πλαίσιο της κοινωνίας, ακόμα κι αν μιλάμε μόνοι μας, χρησιμοποιούμε τη γλώσσα για διαπραγμάτευση, έκφραση, επικοινωνία, ζητάμε όμως και κάτι από αυτόν που μας ακούει.
Και κάπως έτσι πάμε στα καμώματα της γλώσσας. Γιατί κάνουμε πράγματα με τη γλώσσα[1]. Αν υποθέσουμε ότι είμαι στην τάξη και όπως κάνουμε μάθημα με ανοιχτό το παράθυρο, ο μαθητής μου ο Στέφανος, πει «Κυρία κρυώνω», αυτό που επικοινωνεί ο Στέφανος, δεν είναι μόνο το σύνολο των λέξεων που χρησιμοποιεί, ούτε περιμένει από εμένα να πάω να τον ακουμπήσω για να διαπιστώσω αν αυτό που λέει είναι αληθές, αν όντως κρυώνει δηλαδή. Ο Στέφανος μου ζητάει να κλείσω το παράθυρο. Κι όμως, δεν υπάρχει πουθενά η λέξη παράθυρο όπως δεν υπάρχει και καμία προστακτική.
Ας υποθέσουμε ότι είμαι στην κουζίνα και πλένω ένα μαρούλι, που είναι και της εποχής. Τα χέρια μου είναι βρεγμένα και εκείνη τη στιγμή χτυπάει το τηλέφωνο. Ακούω μια φωνούλα να λέει «Μαμά, τηλέφωνο», και εγώ απαντάω «Πλένω μαρούλια!». Κανένας από τους δύο δε λέει αυτό που εννοεί. Η φωνούλα, επειδή ζωγραφίζει εκείνη τη στιγμή και βαριέται να σηκωθεί, ζητάει από τη μαμά να σηκώσει το τηλέφωνο. Η μαμά από τη μεριά της ζητάει από την κόρη να σηκώσει το τηλέφωνο, χωρίς όμως να το πει ρητά. Ξέρετε πολύ καλά ποιος σηκώνει το τηλέφωνο στο τέλος όπως ξέρω πολύ καλά ότι θα μου πείτε ότι αυτά τα ξέρετε και ότι δεν σας λέω τίποτα καινούργιο. Στα δεδομένα όμως καμιά φορά κρύβεται μαγεία ανθρώπινη αρκεί να την παρατηρήσουμε. Γιατί αν ένας εξωγήινος παρατηρούσε την ανθρώπινη γλώσσα για πρώτη φορά, σίγουρα θα την έβρισκε παράλογη.
Να σας πάω και σε ένα παράδειγμα που ζήσαμε όλοι μας. Όταν ήρθε ο COVID-19 στην Ελλάδα, η διαφημιστική καμπάνια του κράτους για να κρατήσουμε αποστάσεις και να μείνουμε ασφαλείς, ήταν «Μένουμε σπίτι». Αυτή η πρόταση δεν είναι σε προστακτική, ούτε είχε κανένα «πρέπει» μπροστά που να μας το ξεκαθαρίζει, ωστόσο όλοι μας καταλάβαμε ότι πρόκειται για μια έντονη παραίνεση, αν όχι υποχρέωση. Η οριστική έγκλιση, παραδόξως, την έκανε πιο έντονη καθώς ήταν σαν μια προσπάθεια να παρέμβει στην πραγματικότητα, έδωσε δηλαδή στην υποχρέωση μας την φύση του πραγματικού χρησιμοποιώντας την έγκλιση της πραγματικότητας.
Μια συστατική επιστολή που θα πάει στον επόμενο εργοδότη σας και μέσα γράφει «Ο κύριος Παπαδόπουλος είναι εξαιρετικός. Μας έφερνε πάντα λιχουδιές στο γραφείο και κάνει πάρα πολύ όμορφα γράμματα», μάλλον δεν θέλει ο επόμενος πιθανός εργοδότης να σας προσλάβει, εκτός κι αν είστε καλλιγράφος. Αυτή η πρόταση λοιπόν λέει πολλά που δεν συμφωνούν με το φαινομενικά θετικό περιεχόμενό της.
Μιλάμε λοιπόν και αυτά που λέμε κάνουν κάτι άλλο από την φαινομενική τους λειτουργία. Πέρα από αυτό όμως το μαγικό, το ξαναλέω, χαρακτηριστικό της γλώσσας, υπάρχουν και πολύ συγκεκριμένες περιπτώσεις όπου ένας ομιλητής λέει και κάνει ταυτόχρονα.
Ένας αρχηγός κράτους μπορεί να πει «Κηρύσσω πόλεμο» και τη στιγμή που εκφέρει αυτή την πρόταση το κάνει κιόλας, κηρύσσει δηλαδή πόλεμο. Αν όμως πω εγώ «κυρήσσω πόλεμο», που δεν είμαι αρχηγός κράτους, δεν κάνω απολύτως τίποτα. Μπορεί να εννοώ κάτι εντελώς διαφορετικό, ανάλογα με την περίσταση στην οποία το εκφέρω. Μπορεί να κηρύξω πόλεμο με τον κάδο των απλύτων με σκοπό να αφανίσω τον πληθυσμό του για μια φορά (δυστυχώς πρόκειται για μια συνεχώς αμφίρροπη μάχη). Μπορεί να κηρύξω πόλεμο στις κατσαρίδες[2] που κάνουν επιδρομή στο σπίτι, μας ταράζουν το νευρικό μας σύστημα και ανεβάζουν τη σιχαμάρα μας στο ζενίθ της. Αυτά όμως δεν είναι πραγματικός πόλεμος, καθώς μιλάω μεταφορικά, σωστά;
Μια έγκυρη διαθήκη κάποιου, κάνει αυτό που λέει, κληροδοτεί στους κληρονόμους αυτά που είναι γραμμένα όπως ακριβώς είναι γραμμένα. Θυμάστε την Τζένη Καρέζη και τα προβλήματα με την κληρονομιά που της άφησε η γιαγιά; «Αφήνω στη Βασούλα, σύζυγο Δημητρίου Μπεζεσταίνη, 6 εκατομμύρια δραχμές». Παρά τα ευτράπελα, που αρκετοί από εμάς απολαμβάνουμε ως θεατές του παλιού ελληνικού κινηματογράφου, μια διαθήκη έχει νομική ισχύ, για να κάνει όμως αυτό που λέει, πρέπει το περιεχόμενό της να είναι αληθές, διαφορετικά, αποχαιρέτα την την κληρονομιά.
Και κάπως έτσι ερχόμαστε στα πιο πρόσφατα. Πριν από λίγες μέρες μας δόθηκε η επιλογή στα κοινωνικά δίκτυα Facebook & Instagram να έχουμε πρόσβαση χωρίς να βλέπουμε διαφημίσεις, να διαλέξουμε δηλαδή την ad-free πρόσβαση, πληρώνοντας συνδρομή ή να συνεχίσουμε με το προηγούμενο καθεστώς, να χρησιμοποιούμε δηλαδή αυτά τα μέσα και αυτά να χρησιμοποιούν τις προτιμήσεις μας για να μας πετάνε διαφημίσεις. Με αφορμή λοιπόν αυτό, κυκλοφόρησε ευρέως ένα κείμενο το οποίο «απαγορεύει» στο Facebook να χρησιμοποιεί τα δεδομένα μας για διαφημίσεις. Κάνοντας αντιγραφή/επικόλληση ΔΕΝ είστε στην «ασφαλή μεριά» όπως λέει το κείμενο. Ίσως να είστε στην αδαή μεριά, χωρίς αυτό όμως να είναι πολύ κακό γιατί παρόλο που χρησιμοποιούμε ΠΟΛΥ την τεχνολογία και το διαδίκτυο, οι περισσότεροι από εμάς ΔΕΝ ξέρουμε πολλά. Τις περισσότερες φορές μάλιστα ξεχνάμε ότι όταν κάτι είναι δωρεάν, δεν είναι ακριβώς δωρεάν. Στην περίπτωση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης δε, εμείς είμαστε το εμπορεύσιμο αγαθό. Για να επανέλθω όμως στο κείμενο που κυκλοφόρησε, ΔΕΝ μπορεί να απαγορεύσει τίποτα κάτι τέτοιο γιατί απλά δεν έχει νομική ισχύ. Δεν αποτελεί νομικό έγγραφο (οι δικηγόροι και οι συμβολαιογράφοι πρέπει να δουλέψουν κι αυτοί), δεν έχει σταλεί ως επίσημο έγγραφο απευθείας στα κεντρικά του Mark, ούτε η περίσταση στην οποία το γράφουμε, στον τοίχο μας δηλαδή στο FB, του προσδίδει τέτοια ισχύ. Είναι σαν να λες σε κάποιον, σου βάζω περιοριστικά μέτρα και να μην έχεις χαρτί που να το αποδεικνύει. Ή ακόμα πιο χαρακτηριστικά, και πιο απλά ενδεχομένως, είναι σαν να λες στον έφηβο γιό σου, «σου απαγορεύω να χρησιμοποιείς το κινητό» και να μην του το παίρνεις. Τι λέτε, θα το χρησιμοποιήσει αν το έχει μπροστά του;
Η γλώσσα κόκκαλα δεν έχει και κόκκαλα τσακίζει λέει ο λαός μας από παλιά. Δεν μιλάει για την αγένεια η παροιμία αλλά για τη δύναμη της γλώσσας, που είναι ανυπολόγιστη. Της γλώσσας τα καμώματα είναι πολλά λοιπόν, είναι εφόδιο, είναι όπλο, είναι εργαλείο, όμως έχει κανόνες, όπως όλα άλλωστε στη ζωή μας.
[1] Ο J.L Austin και στη συνέχεια ο J.R Searle, ανέλυσαν το θέμα των γλωσσικών πράξεων, το οποίο αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της φιλοσοφίας της γλώσσας αλλά και της επιστήμης της πραγματολογίας.
[2] Bonus story: Αν δεν σιχαίνεστε τις κατσαρίδες, ή αν παρά τη σιχαμάρα σας, σας αρέσει να διαβάζετε για αυτές, μπορείτε να δείτε εδώ.
*Φωτογραφία εξωφύλλου: designmodo