Τι διακυβεύεται; Τι μέλλει γενέσθαι στη Γαλλία;
…
Οι μαζικές κινητοποιήσεις των Γάλλων τις τελευταίες εβδομάδες, η έντονη πολιτική αντιπαράθεση με αφορμή την ψήφιση του νομοσχεδίου για τις συντάξεις και κυρίως ο τρόπος με τον οποίο το «πέρασε» η κυβέρνηση με την χρήση του πολυσυζητημένου άρθρου 49,3 του Συντάγματος, οι τόνοι των σκουπιδιών στο Παρίσι, τα επεισόδια στον απόηχο των διαδηλώσεων, έχουν δημιουργήσει ένα κλίμα πολιτικής αναταραχής και κοινωνικού αναβρασμού.
Είναι τόσο σοβαρά τα πράγματα; Είμαστε ένα βήμα πριν από μία κοινωνική εξέγερση; Πριν το χάος;
Είναι τόσο πολύπλοκη η κατάσταση στην γαλλική κοινωνία -όπως και παντού βέβαια- που είναι δύσκολη μία περιγραφή της.
Η αφορμή για αυτή την εξέλιξη ήταν η συζήτηση του νομοσχεδίου για τις συντάξεις. Όμως ο κοινωνικός αναβρασμός έχει γίνει πια μία έκφραση δυσαρέσκειας εφ΄ όλης της ύλης για την πολιτική του Μακρόν και για τον τρόπο που ασκεί την εξουσία του, και η αντιπολίτευση (άκρα αριστερά και άκρα δεξιά) έχει βρει μία υπέροχη ευκαιρία για αντιπαράθεση εφ’ όλης της ύλης με ελπίδα την ανατροπή της κυβέρνησης, διάλυση της βουλής και προκήρυξη νέων εκλογών για καινούργια λαϊκή εντολή.
Εδώ και εβδομάδες που συζητείται το περίφημο νομοσχέδιο· η αντιπολίτευση και όλα τα συνδικάτα ενωμένα έχουν δηλώσει την πλήρη αντίθεσή τους. Διαδηλώσεις, πορείες, διαμαρτυρίες, απεργίες διαφόρων κλάδων, διαδέχονται η μία την άλλη. Σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις το 70% των πολιτών είναι αντίθετοι με την μετατόπιση του ορίου ηλικίας για τη σύνταξη από τα 62 στα 64 και τον αριθμό των απαιτούμενων ετών εργασίας που θα φθάσει στα 43 (172 τρίμηνα) για πλήρη σύνταξη.
Αυτό που είναι καινούργιο σ’ αυτή την κατάσταση είναι ορισμένα φαινόμενα βίας που είναι μάλλον πρωτόγνωρα για την Γαλλία. Απειλές ενάντια σε πολιτικά πρόσωπα που είναι υπέρ του νομοσχεδίου, προπηλακίσεις, εμπρησμοί των πολιτικών τους γραφείων, πιέσεις και εκβιασμοί εναντίον βουλευτών, δημόσια πια. Ο επικεφαλής της CGT Μαρτινέζ, ο επικεφαλής της αριστερής Αντιπολίτευσης Μελανσόν, η ακροδεξιά Λεπέν, τα δίνουν όλα για να δημιουργήσουν πολιτική αστάθεια. Όμως τα πράγματα ξέφυγαν τελείως την τελευταία εβδομάδα. Ενώ μέχρι τώρα οι διαδηλώσεις των συνδικάτων ήταν σε κλίμα ηρεμίας χωρίς ιδιαίτερα επεισόδια όλα πήραν μία διαφορετική τροπή όταν η πρωθυπουργός ανήγγειλε ότι δεν θα γίνει η προγραμματισμένη ψηφοφορία στη Βουλή και ότι θα γίνει χρήση του άρθρου 49.3 του Συντάγματος, το οποίο δίνει τη δυνατότητα στην κάθε κυβέρνηση να περνάει και να επικυρώνει ένα νόμο χωρίς να ψηφιστεί από την πλειοψηφία του κοινοβουλίου. Ο πολιτικός σχηματισμός που υποστηρίζει τον Μακρόν (κεντρο-αριστερο-δεξιά) δεν έχει την απόλυτη πλειοψηφία στην Βουλή. Η πρωθυπουργός Ελίζαμπετ Μπορν, που προέρχεται από την αριστερά, για να περάσει τα περισσότερα νομοσχέδια έχει ανάγκη να κάνει συμμαχίες με τον Γκωλικό κόμμα, (κεντροδεξιά, το κόμμα των πρώην προέδρων Σαρκοζί και Σιράκ) το οποίο είναι τελείως αποδυναμωμένο, όπως άλλωστε και το σοσιαλιστικό κόμμα του πρώην προέδρου Ολάντ. Τα δυο αυτά κόμματα μονοπωλούσαν το πολιτικό τοπίο και εναλλάσσονταν στην εξουσία τα τελευταία 40 χρόνια.
Τα περισσότερα νομοσχέδια που ψηφίζονταν μέχρι πρόσφατα, πλειοψηφούν χάρη στην συμμαχία του κόμματος του Μακρόν και των Ρεπουμπλικάνων (έτσι λέγεται τώρα το Γκωλικό).
Για το συνταξιοδοτικό η πρωθυπουργός υπολόγιζε στην δεδομένη υποστήριξη του Γκωλικού κόμματος και των βουλευτών του, το οποίο όμως έχει έντονα προβλήματα συνοχής. Κάθε βουλευτής και μία ομάδα. Μία μερίδα λοιπόν Γκωλικών βουλευτών λίγες μέρες πριν την περίφημη ψηφοφορία για το νομοσχέδιο στη Βουλή αποστασιοποιήθηκε από τη γραμμή του κόμματος. Άρχισαν μικροπολιτικά και προσωπικά παιχνίδια, μπακαλίστικα πάρε -δώσε του στυλ «ψηφίζω αλλά τι μου δίνεις για αντάλλαγμα», με αποτέλεσμα να μην είναι σίγουρη μία κοινοβουλευτική πλειοψηφία κατά την ψήφιση του επίμαχου νομοσχεδίου. Αν μειοψηφούσε θα απορριπτόταν οριστικά. Αυτό ήθελε να αποφύγει η Πρωθυπουργός και ο Πρόεδρος Μακρόν, ο οποίος θεωρεί το συνταξιοδοτικό μια από τις βασικότερες μεταρρυθμίσεις της θητείας του. Για να είναι λοιπόν σίγουρη η Πρωθυπουργός αποφάσισε να κάνει χρήση του άρθρου 49,3 επικυρώνοντας το νομοσχέδιο χωρίς ψηφοφορία από την Βουλή και λίγο έλειψε να καεί το κέντρο του Παρισιού. Η χρήση όμως αυτού του άρθρου του Συντάγματος συνεπάγεται ότι ενδέχεται να ακολουθήσει πρόταση μομφής ενάντια στην κυβέρνηση με την προϋπόθεση ότι θα το ζητήσει το 1/10 των βουλευτών, όπως και έγινε.
…
Γιατί πήρε αυτό το ρίσκο η Ελίζαμπεθ Μπορν; Για ένα νόμο να ρισκάρει την κυβέρνηση της;
Δύο βασικοί λόγοι.
Ο πρώτος λόγος είναι ότι οποιοσδήποτε βουλευτής του Γκωλικού κόμματος που θα είχε την πρόθεση να καταψηφίσει το νομοσχέδιο για τις συντάξεις δεν θα σήμαινε ότι θα ψήφιζε και την πρόταση μομφής για να ρίξει την κυβέρνηση που θα δημιουργούσε μέγιστη πολιτική κρίση και αστάθεια. (Άσε που δεν θα ήταν πια βουλευτής και δεν θα ήταν σίγουρος ότι θα ξαναεκλεγεί).
Ο δεύτερος λόγος είναι πιο τεχνικός.
Οι συνθήκες, ο τρόπος που υπολογίζονται οι ψήφοι στις δύο αυτές ψηφοφορίες είναι τελείως διαφορετικός. Η γαλλική βουλή έχει 577 βουλευτές. Για την απόλυτη πλειοψηφία χρειάζονται 289 ψήφοι. Στην πρώτη περίπτωση δηλαδή στην ψηφοφορία για οποιοδήποτε νομοσχέδιο δεν χρειάζεται απόλυτη πλειοψηφία, η σχετική πλειοψηφία των παρόντων βουλευτών αρκεί. Αν για παράδειγμα ψηφίζουν υπέρ 282, κατά 278 και υπάρχουν 17 λευκά ή αποχές, το νομοσχέδιο εγκρίνεται. Εάν η ίδια αναλογία ψήφων υπάρχει και στην πρόταση μομφής ενάντια στην κυβέρνηση δεν εγκρίνεται γιατί απαιτείται η απόλυτη πλειοψηφία δηλαδή 289 ψήφοι. Έτσι λοιπόν η πρωθυπουργός ένιωθε ότι θα αντιμετώπιζε με μεγαλύτερη σιγουριά την πρόταση μομφής και ότι θα υπήρχαν ελάχιστες ελπίδες να πέσει η κυβέρνηση της. Έτσι και έγινε. Η πρόταση μομφής δεν είχε την απαραίτητη πλειοψηφία.
Είναι κατάργηση της Δημοκρατίας όλο αυτό; Είναι πραξικοπηματικό; Γίνεται για πρώτη φορά; Είναι τόσο αντιδημοκρατική αυτή η διάταξη του Συντάγματος;
Μια μικρή ιστορική αναδρομή είναι απαραίτητη για να κατανοήσουμε καλύτερα την κατάσταση.
Το περίφημο αυτό άρθρο του Συντάγματος υπάρχει από το 1958 στο πρώτο Σύνταγμα της Πέμπτης Γαλλικής Δημοκρατίας που εγκαθίδρυσε ο Στρατηγός Ντε Γκωλ. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο για νομοσχέδια δημοσιονομικής φύσης.
Όλες οι κυβερνήσεις από το 1958 μέχρι και σήμερα, όλων των πολιτικών αποχρώσεων (δεξιά, αριστερά, συμμαχίες διαφόρων πολιτικών σχηματισμών της δεξιάς ή της αριστεράς) έκαναν χρήση αυτού του άρθρου με πρωταθλητή τον Σοσιαλιστή Πρωθυπουργό Μισέλ Ροκάρ στη δεύτερη προεδρική θητεία του Μιτεράν-28 φορές!
Από το 1958 μέχρι σήμερα έγιναν 22 τροποποιήσεις του Συντάγματος. Καμία από αυτές δεν πείραξε το άρθρο 49,3 που θεωρείται ένα αποτελεσματικό εργαλείο για κάθε κυβέρνηση που επιθυμεί να περάσει ένα νομοσχέδιο το οποίο θεωρεί θεμελιώδες στο έργο της και για το οποίο δεν υπάρχει η απαραίτητη πλειοψηφία στο κοινοβούλιο.
Η χρήση του 49,3 είναι μεν νομότυπη αλλά δημιουργεί σίγουρα ένα πρόβλημα λειτουργίας του κοινοβουλίου. Δημιουργεί κακά προηγούμενα και δυσκολίες για συμμαχίες και συναινετικό κλίμα -απαραίτητο σε μια αντιπροσωπευτική δημοκρατία- με τις υπόλοιπες πολιτικές δυνάμεις ή μεμονωμένους βουλευτές που νιώθουν δικαιολογημένα έλλειψη σεβασμού στο θεσμικό τους ρόλο, γεγονός που οδηγεί δικαιολογημένα σε έλλειψη εμπιστοσύνης προς την κυβέρνηση.
Για την αντιπολίτευση όλη αυτή η κατάσταση είναι μια τρανταχτή απόδειξη της κυβερνητικής αποτυχίας. Ο Μακρόν είναι μειοψηφία στο λαό, επιβάλλεται έτσι η διάλυση της βουλής και η προκήρυξη νέων βουλευτικών εκλογών για νέα λαϊκή εντολή. Ο λαός εκφράζεται στις διαδηλώσεις, οι δημοσκοπήσεις δείχνουν την έντονη δυσαρέσκεια και την αλλαγή των πολιτικών διαθέσεων.
Για την αντιπολίτευση (δεξιά και αριστερά) ο Μακρόν και η κυβέρνηση δεν έχουν πια τη νομιμότητα να περνούν τέτοια σημαντικά νομοσχέδια που δυσκολεύουν τις ζωές των πολιτών, που «παίζουν» με το μέλλον τους, που τους κλέβουν δύο χρόνια από τη ζωή τους, και αυτοί που καλούνται να βάλουν «πλάτη» είναι πάντα οι μεσαίες και χαμηλές τάξεις.
Το θεωρούν σκανδαλώδες, απάνθρωπο, προκλητικό, πραξικοπηματικό, δικτατορικό, αυταρχικό, κυνικό, βίαιο· ένα ακόμη δώρο του Μακρόν στο μεγάλο κεφάλαιο. Τον κατηγορούν για αλαζονεία, έλλειψη επαφής με την πραγματικότητα, μη κατανόηση των δυσκολιών που αντιμετωπίζει στην καθημερινότητά της η πλειοψηφία του πληθυσμού που δεν τα βγάζει πέρα λόγω της ακρίβειας.
…
Τι απαντά ο Μακρόν σε όλα αυτά;
Για τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας αυτή η μεταρρύθμιση δεν είναι μια πολυτέλεια αλλά μια αναγκαιότητα.
Αναφέρθηκε στους προκατόχους του, λέγοντας ότι όλοι οι Πρόεδροι Δημοκρατίας των τελευταίων 30 ετών δεν τόλμησαν να μεταρρυθμίσουν το συνταξιοδοτικό γιατί, ενώ γνώριζαν ότι είναι αναγκαίο, σκεφτόταν περισσότερο την επανεκλογή τους μιας και μια τέτοια μεταρρύθμιση θα δημιουργούσε δυσαρέσκεια στην πλειοψηφία των πολιτών. Προτιμούσαν να «κρύβουν τη σκόνη κάτω από το χαλί» αντί να πάρουν θαρραλέες αποφάσεις που είχαν όμως πολιτικό κόστος.
Δήλωσε ότι θεωρεί αναγκαία για τη διατήρηση του υπάρχοντος συνταξιοδοτικού συστήματος αυτή την μεταρρύθμιση, γνωρίζοντας ότι ζητά από τους εργαζόμενους να καταβάλουν μία επιπλέον προσπάθεια.
«Όταν άρχισα να εργάζομαι» δήλωσε υπήρχαν 10 εκ συνταξιούχοι. Σήμερα είναι 17 εκ και το 2030 θα υπάρχουν 20 εκ συνταξιούχοι στη Γαλλία. Κάτι πρέπει να γίνει. Θα ήμουν ανεύθυνος αν δεν ενεργούσα, αν δεν έκανα τίποτα.
Οι νέοι σπουδάζουν όλο και περισσότερα χρόνια, μπαίνουν στην αγορά εργασίας όλο και πιο αργά, ζούμε περισσότερα χρόνια, το να μεταθέσουμε το όριο από τα 62 στα 64 είναι μια αναπόφευκτη συνέπεια.
Έχετε τη γνώμη ότι με χαροποιεί μια τέτοια μεταρρύθμιση; Όχι το αντίθετο.
Αναλαμβάνω τις ευθύνες μου γι΄ αυτή την πολιτική απόφαση γιατί πιστεύω ότι είναι για το καλό των Γάλλων».
Έκανε μια σύγκριση με άλλες ανεπτυγμένες οικονομίες παραθέτοντας τον παρακάτω πίνακα.

Και συνέχισε…
«Οι οργανωμένες διαδηλώσεις είναι νόμιμες και βασικό δικαίωμα των πολιτών· αντίθετα όταν ομάδες χρησιμοποιούν ακραία βία, βανδαλίζουν, καίνε και απειλούν δεν λειτουργούν στα πλαίσια του δημοκρατικού πολιτεύματος και οι ενέργειες αυτές είναι καταδικαστέες»
Και κατέληξε λέγοντας…
«Το πλήθος, όποιο και να είναι, δεν νομιμοποιείται και δεν αντικαθιστά το λαό που εκφράζεται σε μία δημοκρατία δια μέσω των αντιπροσώπων του».
*Φωτογραφία εξωφύλλου: LP/Olivier CORSAN