Κοίταζε σκεφτικός μέσα από το τζάμι την καθημερινότητα των απλών ανθρώπων που απλωνόταν κάτω από τα πόδια του. Έπινε αργά το τσάι του. Το ζεστό ρόφημα τον αναζωογονούσε. Είχε καιρό τώρα που δεν αισθανότανε καλά. Ένιωθε πως ο Θεός που τόσο πιστά είχε υπηρετήσει, σχεδόν όλη του τη ζωή, τον καλούσε κοντά του. Ένιωθε το τέλος του να πλησιάζει. Είχε όμως ακόμα αρκετά να κάνει. Η αρρώστια που σιγά σιγά τον έτρωγε και τον άφηνε κάθε μέρα και πιο αδύναμο δεν είχε καταφέρει να σβήσει την απόκοσμη λάμψη που έκαιγε μέσα στα μάτια του. Θα άφηνε σύντομα αυτήν την επίγεια ζωή, αυτόν τον θνητό κόσμο, το ήξερε. Όμως θα προλάβαινε να ολοκληρώσει αυτό που είχε στο μυαλό του πολύ καιρό τώρα, σαν ανταμοιβή σε αυτόν τον Θεό που τον προστάτευε και τον βοηθούσε σε όλη του τη ζωή. Σε αυτή την ζωή που ο ίδιος Του είχε προσφέρει. Θα έκανε κάτι για να κερδίσει την θέση του στον Παράδεισο. Και την θέση του στην Ιστορία…
Έριξε μια ματιά στην επιστολή που περίμενε υπομονετικά να στεγνώσει το μελάνι της πάνω στο γραφείο του. Μετά κοίταξε πάλι τον ορίζοντα και χαμογέλασε. Το σχέδιό του ήταν οργανωμένο τέλεια. Αλλά υπήρχε πάντα η πιθανότητα να πάει κάτι στραβά. Όχι. Δεν ήθελε να σκέφτεται την αποτυχία. Δεν υπήρχε περιθώριο αποτυχίας. Η δική του η ζωή θα τελείωνε σύντομα, υπήρχαν άλλες όμως που η μοίρα τους κρέμονταν από μια κλωστή. Από αυτό το σχέδιο… Όχι, δεν μπορούσε να αποτύχει. Δεν ήθελε να αποτύχει. Ήταν και η δικιά του ευκαιρία να εξιλεωθεί για τις αμαρτίες του… Ναι, ήταν καλό να κάνει θετικές σκέψεις. Γύρισε στο γραφείο του, τύλιξε την επιστολή και την σφράγισε. Φώναξε τον υπηρέτη του. Του ζήτησε να στείλουν τον αγγελιοφόρο στο γραφείο του. Τον αγγελιοφόρο που ο ίδιος είχε διαλέξει για αυτήν την αποστολή. Πήγε πάλι κοντά στο παράθυρο. Έξω άρχισε να χιονίζει. Κοίταξε το τυλιγμένο κομμάτι χαρτί στο χέρι του. Η ώρα είχε έρθει. Τώρα δεν υπήρχε γυρισμός για κανέναν. Τα κομμάτια είχαν στηθεί, έτοιμα για την παρτίδα. Τα γρανάζια είχαν μπει σε κίνηση…