Προεκλογική περίοδος εν εξελίξει. Σε δύο εβδομάδες πιθανότατα η χώρα θα έχει νέα κυβέρνηση, επιφορτισμένη με την ευθύνη να διαμορφώσει ένα μέλλον πιο ευνοϊκό σε σύγκριση με το παρόν. Γι’ αυτό, άλλωστε δεν εκλέγονται οι κυβερνήσεις; Λέμε τώρα…
Το μέλλον… αλήθεια πώς το φαντάζεστε; Δεν μιλάω για το μέλλον γενικά, ούτε για τις προσωπικές προσδοκίες, φιλοδοξίες και όνειρα του καθενός. Αναφέρομαι περισσότερο στο μέλλον της χώρας μας. Συνήθως αποφεύγω να κάνω εικασίες και προβλέψεις, ειδικά για μακροπρόθεσμο ορίζοντα. Too risky! Αυτό που ξέρω όμως με μεγάλη βεβαιότητα είναι πως θα είμαστε λιγότεροι. Όχι οι άνθρωποι στον πλανήτη: συνολικά σαν είδος (και τι είδος!) αυξανόμαστε. Σπάσαμε και το φράγμα των 8 δισεκατομμυρίων και συνεχίζουμε ακάθεκτοι. Λιγότεροι όμως, θα είμαστε οι Έλληνες – και όχι μόνο – στη χώρα μας. Από το 2010 και μετά (συγκρατήστε το έτος: αρχή της κρίσης χρέους) λιγοστεύουμε. Αν η τάση συνεχιστεί, μέσα στην επόμενη δεκαετία θα σπάσουμε προς τα κάτω το φράγμα των 10 εκατομμυρίων.
Με τα μέχρι στιγμής δεδομένα, φαίνεται πως αυτό το σενάριο μάλλον θα επαληθευτεί. Υπάρχουν δύο παράγοντες που συντείνουν σε αυτή την εκδοχή. Ο πρώτος παράγοντας είναι η υπογεννητικότητα. Ενώ απαιτείται ένα ποσοστό αναπλήρωσης, σύμφωνα με τη Eurostat, κοντά στις 2,1 γεννήσεις ανά γυναίκα για να παραμείνει σταθερός ο πληθυσμός μας, ο ρυθμός αυτός σήμερα είναι κάτω από το 1,5 στην Ελλάδα. Οι Έλληνες δεν κάνουμε παιδιά, ούτε και οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι και οι λόγοι είναι πολλοί. Τα παιδιά απαιτούν χρόνο και χρήματα και σήμερα δυσκολευόμαστε και στα δύο: όσοι έχουν χρόνο δεν έχουν χρήματα, ενώ όσοι έχουν χρήματα δεν έχουν χρόνο. Δυστυχώς και τα παιδιά μετριούνται σε χρόνο και χρήμα. Τί καιροί, ε;
Ο δεύτερος παράγοντας είναι η μετανάστευση. Φυσικά, η μετανάστευση έχει δύο αντίθετες ροές: τη φυγή πληθυσμού από τη χώρα αναφοράς από την μία, αλλά και την εισροή πληθυσμού από τρίτες χώρες. Με αυστηρά ποσοτικά δεδομένα, το ισοζύγιο κατά τη διάρκεια της τελευταίες δεκαετίας (κατά τη διάρκεια της οποίας ο πληθυσμός της χώρας μειώθηκε κατά 3,1%) για την Ελλάδα είναι αρνητικό κατά 180 χιλιάδες περίπου. Από τη χώρα μας έφυγε πληθυσμός ύψους 1.020.000, ενώ για την αντίστοιχη περίοδο εισήλθαν περίπου 840.000. Βέβαια, πέρα από το αμιγώς ποσοτικό σκέλος, θα πρέπει να εισέλθει κανείς και στα ποιοτικά χαρακτηριστικά αυτών των πληθυσμών: ηλικιακές ομάδες, οικογενειακή κατάσταση, μορφωτικό επίπεδο, επαγγελματικές δεξιότητες. Θα καταλάβετε τι εννοώ. Από την χώρα μας, κατά τη διάρκεια της τελευταία δεκαετίας έφυγαν περίπου 600.000 νέοι άνθρωποι, οι οποίοι πήραν μαζί τους, εκτός από την επιστημονική τους κατάρτιση και τις επαγγελματικές τους δεξιότητες (χαρακτηριστικά που προσδίδουν στην ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, αλλά και της κοινωνίας μας γενικότερα), τα σπερματοζωάρια και τα ωάρια τους. Για κάθε ζευγάρι που έφυγε, έφυγαν μαζί τους και τα δυνητικά παιδιά τους. Από την άλλη, εισήλθαν στη χώρα μετανάστες με χαμηλότερο μορφωτικό και επαγγελματικό προφίλ, φέρνοντας μαζί τους και τις οικογένειες τους. Πολύ πιθανό να μην τεκνοποιήσουν ξανά.
Θα πει κανείς «και τί έγινε;» Πέρα από την αλλαγή της πολιτισμικής σύνθεσης του πληθυσμού (Ευμενής ή δυσμενής εξέλιξη; Ο καθένας μπορεί να έχει την άποψη του, αλλά το μέλλον θα δείξει, όπως πάντα άλλωστε), υπάρχει εδώ μια «ανταλλαγή» υψηλής προστιθέμενης αξίας πληθυσμού, με χαμηλότερης προστιθέμενης αξίας. Σίγουρα η αξία της ανθρώπινης ζωής δεν μετριέται με κανένα μέτρο, η απόδοση όμως του φορέα αυτής της ζωής έχει διαφορετικό αντίκτυπο στην κοινωνία στην οποία δραστηριοποιείται, ποικιλοτρόπως. Δεν ξέρω πόσοι θα επιθυμούσαν να ανταλλάξουν τον ευρωπαϊκό τρόπο ζωής με κάτι άλλο, αλλά σημειώστε ότι ενώ οι φορείς του ευρωπαϊκού τρόπου ζωής στις αρχές του προηγούμενου αιώνα αντιπροσώπευαν το 20% του παγκόσμιου πληθυσμού, σήμερα το ποσοστό αυτό ανέρχεται στο 10%. Και αν ως προς αυτή τη διάσταση θέλει κανείς να εθελοτυφλεί, δεν μπορεί να γυρίσει την πλάτη σε πιο απτές και ευκόλως μετρήσιμες επιπτώσεις.
Μέσα σε μισό αιώνα το ποσοστό των ηλικιωμένων (σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ οι συνάνθρωποι μας με ηλικία μεγαλύτερη των 65 ετών), ως προς το σύνολο του πληθυσμού έχει διπλασιαστεί από το 11% το 1970 στο 22% το 2021. Σίγουρα σε αυτό συμβάλλει και η αύξηση του προσδόκιμου ζωής, αλλά κατά βάση πρόκειται για αδυναμία αναπλήρωσης του πληθυσμού. Υπάρχει ένας πολύ ωραίος δείκτης ο οποίος δείχνει τη δημογραφική αναλογία ηλικίας προς ηλικία εργασίας. Ορίζεται ως ο αριθμός των ατόμων ηλικίας 65 ετών και άνω ανά 100 άτομα σε ηλικία εργασίας, που ορίζονται ως άτομα ηλικίας 20 έως 64 ετών. Η εξέλιξη της αναλογίας γήρατος προς ηλικία εργασίας εξαρτάται από τη θνησιμότητα, τα ποσοστά γονιμότητας και τη μετανάστευση. Οι χώρες του ΟΟΣΑ έχουν δει παρατεταμένες αυξήσεις στο προσδόκιμο ζωής, που οι περισσότεροι αναλυτές προβλέπουν ότι θα συνεχιστεί, γεγονός που συνεπάγεται αυξανόμενο αριθμό ηλικιωμένων και πιθανότατα και συνταξιούχων. Στην Ελλάδα ο δείκτης αυτός ανέρχεται το 2022 σε 37,9. Σε 100 άτομα ηλικίας από 20 έως 64 ετών, αντιστοιχούν σήμερα 38 άτομα ηλικίας μεγαλύτερης των 65 ετών, η πλειοψηφία των οποίων είναι συνταξιούχοι. Λάβετε υπόψη σας και το γεγονός ότι το ελληνικό συνταξιοδοτικό σύστημα είναι κατά βάση αναδιανεμητικό και όχι ανταποδοτικό και voilà! Και η τάση του δείκτη είναι αυξητική: όλο και λιγότεροι θα εργαζόμαστε για να μπορούν να ζήσουν όλο και περισσότεροι. Βγαίνουν τα κουκιά; Δεν νομίζω…
Η υγεία κρύβεται στα νιάτα. Νομοτέλεια. Και κατ’ επέκταση, υγιείς κοινωνίες είναι οι κοινωνίες που απαρτίζονται από νέους. Υπάρχουν πολλοί λόγοι για τους οποίους οι δυτικές κοινωνίες αντιμετωπίζουν σήμερα όλο και πιο έντονα το δημογραφικό πρόβλημα και αυτό είναι αντικείμενο μεγάλης και πολυπαραγοντικής ανάλυσης. Το αποτέλεσμα πάντως, ανεξαρτήτως αιτιών είναι εδώ και ολοένα και γιγαντώνεται. Γινόμαστε όλο και λιγότεροι, τόσο οι Έλληνες όσο και οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι και γερνάμε…
*Φωτογραφία εξωφύλλου: A picture of a crowd in New York, 1930, 9gag