Η ιστορική τοποθέτηση της αριστεράς από την εμφάνιση της στον ελλαδικό χώρο μέχρι και σήμερα ήταν πως πολλά από τα δεινά της Ελλάδας οφείλονταν στους αστούς.
Ίσως όμως και να συμβαίνει το αντίθετο και να οφείλονται στην έλλειψη τους…
Οι κοινωνιολόγοι και οι ιστορικοί γνωρίζουν πως η ευρωπαϊκή αστική τάξη ήταν για πολλούς αιώνες μία προοδευτική, επαναστατική τάξη. Σ’ αυτήν οφείλονται οι περισσότερες και μεγαλύτερες εξελίξεις στην σύγχρονη ιστορία.
Ο Μαρξ και ο Ένγκελς στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο γράφουν πως
«Η αστική τάξη έπαιξε έναν έντονο επαναστατικό ρόλο στην ιστορία»,
«Η αστική τάξη δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς να ανατρέπει συνεχώς τα μέσα της παραγωγής και άρα τις σχέσης της παραγωγής και μαζί τους όλες τις κοινωνικές σχέσεις»
Αυτό όμως δεν έγινε ποτέ στην Ελλάδα.
Οι πραγματικοί αστοί ανταγωνίζονται το κράτος. Είναι καινοτόμοι, δραστήριοι, δυναμικοί· είναι εξερευνητές, είναι πρωτοπόροι σε ιδέες και παίρνουν ρίσκο.
Στην Ελλάδα τις περισσότερες φορές βολεύτηκαν, συμβιβάστηκαν, έγιναν ένα με το κράτος, την διαπλοκή, την κομπίνα.
Οι πραγματικοί Έλληνες αστοί δραστηριοποιήθηκαν ως επί το πλείστον εκτός Ελλάδας.
Η παλιά αστική κοινωνία δεν ήταν βέβαια παράδεισος. Πολλοί ήταν στυγνοί εκμεταλλευτές του ανθρώπινου μόχθου. Είναι όμως λάθος να ταυτίζουμε την αστική τάξη με τον καπιταλισμό και επειδή απορρίπτουμε τον δεύτερο να αποκηρύσσουμε και την πρώτη, γιατί η αστική τάξη υπήρξε πολύ πριν τον καπιταλισμό και την βιομηχανική επανάσταση και πρόσφερε πολλά στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία και τον σοσιαλισμό.
Ο ασύδοτος καπιταλισμός και η εκμετάλλευση ήταν μια στιγμή στην ιστορία των αστών που έχει ήδη ξεπεραστεί .
Στις ευρωπαϊκές χώρες η κυριαρχία της αστικής τάξης διήρκησε σχεδόν πέντε αιώνες και οι εκπρόσωποι της έβγαλαν την Ευρώπη από τον μεσαίωνα, προώθησαν την επιστημονική γνώση, οργάνωσαν την γαλλική επανάσταση, έκαναν την βιομηχανική επανάσταση, οδήγησαν τους ανθρώπους στις σύγχρονες αστικές δημοκρατικές κοινωνίες.
Όταν αυτά συνέβαιναν στην Ευρώπη, στην Ελλάδα βρισκόμασταν κάτω από την τουρκική κατοχή.
Στο σχολείο της ιστορικής εξέλιξης εμείς πηδήξαμε μία τάξη, την αστική.
Και όταν πηδάς μία τάξη, την χάνεις· δημιουργείται ένα κενό. Το πρόβλημα δεν είναι τόσο το κενό όσο το γεγονός ότι δε νιώθουμε ότι υπάρχει και δεν προσπαθούμε να το καλύψουμε ή ακόμη χειρότερα το κενό δοξολογείται.
Η αριστερά επαναστάτησε εναντίον του καπιταλισμού στην Ελλάδα η οποία στην πραγματικότητα δεν τον έζησε ποτέ.
Η λέξη αστός στην Ελλάδα, κυρίως μετά τον πόλεμο έγινε συνώνυμο του «μικροαστός», δηλαδή του συντηρητικού, στενοκέφαλου, υποκριτή, νομιμόφρονα δεξιού, αντιδραστικού.
Το αρνητικό πρόσημο που προσδίδεται συχνά στην λέξη αστός μας κάνει να ξεχνάμε πως κάποτε ήταν η πιο προοδευτική και επαναστατική μερίδα ακόμη και στην ελληνική κοινωνία. Στις περιοχές και τις χρονικές περιόδους που έδρασε.
Αυτή η «παρεξήγηση» θα μπορούσε να εξηγηθεί από το γεγονός ότι οι Έλληνες αστοί ήταν αριθμητικά λίγοι, με περιορισμένη χρονική παρουσία κυρίως στην περιφέρεια της χώρας, του ελληνικού κράτους. Θα μπορούσαμε να τους αποκαλέσουμε «περιθωριακούς». Ζούσαν κυρίως στην Σμύρνη, στην Πόλη, στην Σύρο, στην Αλεξάνδρεια, στην Οδησσό. Κάποιοι στα Επτάνησα και ελάχιστοι στην Αθήνα.
Σ’ αυτές τις ελληνικές αστικές κοινότητες υπήρχε μία αξιοζήλευτη κοινωνική οργάνωση και υψηλό επίπεδο πολιτιστικής ζωής. Δεν είναι τυχαίο πως οι πόλεις αυτές μας έδωσαν τον Σολωμό,τον Κάλβο, τον Καβάφη, τον Σικελιανό, τον Σεφέρη, τον Ελύτη…
Θεωρώ αστούς -όπως και η μαρξιστική ανάλυση- τους βιομηχάνους, τους εφοπλιστές, τους μεγαλεμπόρους, τους τραπεζίτες που δημιούργησαν και έχτισαν. Όχι τους γαιοκτήμονες που ζούσαν πλούσια στην Αθήνα από τα εισοδήματα των τσιφλικιών τους ή τους ραντιέρηδες, αεριτζήδες, μεταπράτες.
Οι πραγματικοί αστοί άφησαν πράγματα πίσω τους.
Ζούσαν «μεγάλα». Έτσι περιγράφει τον τρόπο ζωής του πατέρα του ο Κώστας Καβάφης.
«Εζούσεν ο Πέτρος -Ιωάννου Καβάφης μεγάλα.Το σπιτικό του είχε Γάλλο παιδαγωγό, Αγγλίδα νάρσα… Ιταλόν αμαξά και Αιγύπτιον σεΐση. Η περιουσία του ήταν μικρή και ολίγα άφησεν αποθνήσκοντας. Αλλά εκέρδιζεν πολλά και εξόδευεν αφθόνως…»
Ζούσαν λοιπόν «μεγάλα» αλλά όχι με νεοπλουτίστικη κενοδοξία. Καλλιεργούσαν την τέχνη και την γνώση. Έπαιζαν πιάνο, τραγουδούσαν άριες, έφτιαχναν βιβλιοθήκες, θέατρα, μουσεία· έχτιζαν σχολεία και επιχορηγούσαν πανεπιστήμια στις πόλεις τους και στην κυρίως Ελλάδα, τα παιδιά τους μεγάλωναν δίγλωσσα η τρίγλωσσα.
Μέχρι το 1860, οι δέκα πρώτες δωρεές που έγιναν από Έλληνες του εξωτερικού για την παιδεία στην Ελλάδα ξεπερνούσαν σε πόσο τις συνολικές δαπάνες του ελληνικού κράτους για την εκπαίδευση. Δεν ήταν βέβαια όλοι αγγελούδια, είχαν την έπαρση τους, και υπερασπιζόταν τα συμφέροντά τους.
Η ελληνική αστική τάξη στα μέσα του 19ου αιώνα ήταν Ευρώπη. Όχι δορυφόρος και υποτελής, αλλά συστατικό στοιχείο της Ευρώπης. Συναγωνιζόντουσαν σε δαπάνες για την τέχνη, πατρονάριζαν λόγιους, γλύπτες, μουσικούς, ζωγράφους· δεν ήταν αντιγραφείς και δουλικοί μιμητές της, όπως αφελώς προπαγανδίζεται. Είχαν δική τους οντότητα, με ενσωματωμένο το λαϊκό στοιχείο, την ορθόδοξη παράδοση και το νεοκλασσικό ύφος.
Αναδημιουργούσαν.
Ήταν η ελληνική παραλλαγή του ευρωπαϊκού αστικού πολιτισμού.
Όπως αναφέρει ο Νίκος Δήμου στο βιβλίο του «Η χαμένη τάξη»
«Μιλάω για την Ερμούπολη. Για τους ανθρώπους που ήρθαν το 1822 πρόσφυγες από την Χίο, την Σμύρνη, τα Ψαρά -και μεταμόρφωσαν σε λίγους μήνες ένα χέρσο τόπο σε υπόδειγμα πολεοδομικής, κοινωνικής και οικονομικής οργάνωσης. Με το αποτέλεσμα από το 1830 ως το 1880 να βρίσκονται στην ευρωπαΐκή πρωτοπορία – σε καθετί: Βιομηχανία, εμπόριο, γράμματα, τέχνες. Και κυρίως στην κοινωνική συνείδηση: ταμεία ασφαλίσεως και αλληλοβοήθειας, σχολεία, βιβλιοθήκες, ιδρύματα – γηροκομεία, πτωχοκομεία, ορφανοτροφεία, νοσοκομεία – και όλα αυτά χωρίς βοήθεια από το κράτος (πιο κράτος;).Τα πάντα η κοινότητα. Αυτοδιαχείριση θα το λέγαμε σήμερα. Ακόμη και το πρώτο συνδικαλιστικό κίνημα και την πρώτη απεργία γνώρισε η Ερμούπολη -τον καιρό που η κύρια Ελλάδα ζούσε χρόνους φεουδαρχικούς».
Οι αστοί είχαν ύφος. Και αυτό δεν αγοράζεται, δεν είναι θέμα χρημάτων. Το κακό γούστο δεν είναι φθηνότερο από το καλό. Η έλλειψη ύφους χαρακτηρίζει την νεοελληνική ζωή. Δεν μπόρεσαν όμως να επιβάλουν ούτε το ύφος ούτε την νοοτροπία τους στην κυρίως Ελλάδα.
Αλλά και τον αυθεντικό λαϊκό πολιτισμό αστοί τον περιέσωσαν. Ο Σεφέρης μας ανακάλυψε τον Μακρυγιάννη, ο Τσαρούχης τον Θεόφιλο και ο Μάνος Χατζιδάκης, αυτός ο δεξιός, μόνος του υπερασπίστηκε το ρεμπέτικο όταν όλοι το βρίζανε.
Το χειρότερο που μπορεί να πει κανείς για την ελληνική αστική τάξη είναι ότι δεν υπήρξε σχεδόν ποτέ στην Ελλάδα. Η μεταπολεμική αστυφιλία την έκανε να μειοψηφεί μέσα στον ίδιο της τον παραδοσιακό χώρο. Το άστυ.
Η οικονομική ανάπτυξη μετά τον πόλεμο και μεταπολιτευτική ευημερία έδωσε στην μεγάλη πλειοψηφία των μη αστών, δύναμη και επιρροή χωρίς όμως καλλιέργεια και παιδεία. Αυτές θέλουν χρόνο και κόπο για να ευδοκιμήσουν. Τα καταναλωτικά αγαθά αποκτώνται εύκολα και αμέσως όταν υπάρχει οικονομική δυνατότητα. Αλλά το γούστο και η γνώση δεν αγοράζονται, κατακτιούνται με προσπάθεια.
Έτσι οι λίγοι πραγματικοί αστοί δεν μπόρεσαν να αφήσουν το στίγμα τους· η ελληνική ιδιαιτερότητα δεν επέτρεψε ούτε καν τη σωστή ανάπτυξη κοινωνικών τάξεων.
Κρίμα γιατί αυτό θα βοηθούσε ανάμεσα σε άλλα και στην ύπαρξη μιας λιγότερο προβληματικής αριστεράς στην Ελλάδα…
*Φωτογραφία εξωφύλλου: Στα φιλολογικά σαλόνια των Άγγελου και Λητώς Κατακουζηνού, Αθήνα, δεκατία 1930. Όρθιοι, από αριστερά: Αλέξανδρος και Μαρσέλ Κοντοπούλου, πιο δεξιά ο Άγγελος Κατακουζηνος, Vava Chagall, Λητώ Κατακουζηνού, Marc Chagall, Λίζα Μιχελή, Τζούλια Παπανούτσου, Λιλή Αρλιώτη και στο άκρο αριστερά ο Γιάννης Στεφανέλλης. Κάτω, από αριστερά: Γιάννης Μόραλης, ο τεχνοκρίτης Αγγελος Προκοπίου, Γιάννης Τσαρούχης, Μαριλένα Αραβαντινού, Νίκος Νικολάου / Credits… insidestory