Την προηγούμενη εβδομάδα, ο Hans Werner Sin, διακεκριμένος οικονομολόγος και επίτιμος πρόεδρος του ινστιτούτου Ifo της Γερμανίας, σε δηλώσεις που έκανε στην Bild, αναφορικά με το μέλλον της γερμανικής αυτοκινητοβιομηχανίας στην εποχή της μετάβασης στην ηλεκτροκίνηση και της σταδιακής κατάργησης των κινητήρων εσωτερικής καύσης, επισήμανε τα εξής αυτονόητα:
Πρώτον, ότι οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα από το πετρέλαιο και τα λοιπά ορυκτά καύσιμα “μπορούν να μειωθούν μόνο εάν συμμετέχουν όλοι ή σχεδόν όλοι. Γιατί ό,τι δεν χρησιμοποιούμε εμείς, το χρησιμοποιούν άλλοι”. Και πράγματι, κάπως έτσι λειτουργεί ο κάθε άλλο παρά αγγελικά πλασμένος κόσμος μας. Εάν για παράδειγμα, η Γερμανία, η τέταρτη ισχυρότερη οικονομία του πλανήτη, σταματήσει να αγοράζει ορυκτά καύσιμα, για παράδειγμα πετρέλαιο, η τιμή του πετρελαίου θα υποχωρήσει σημαντικά, με αποτέλεσμα νέοι παίκτες, διψασμένοι για φτηνή ενέργεια στο βωμό της ανάπτυξης, να μπουν στον παιχνίδι, αγοράζοντας την πλεονάζουσα παραγωγή. Επομένως, λέει ο Sin, η απαγόρευση κατανάλωσης ορυκτών καυσίμων, θα έχει σαν μοναδικό αποτέλεσμα, την επιβράδυνση της γερμανικής οικονομίας, την πτώση του βιοτικού επιπέδου και την επιδότηση ουσιαστικά άλλων χωρών, ειδικά της Κίνας, εκεί όπου “όχι μόνο καίγεται όλο και περισσότερος άνθρακας τα τελευταία χρόνια, αλλά και η κατανάλωση πετρελαίου έχει αυξηθεί”. Βάλτε στο κάδρο και αναπτυσσόμενες χώρες όπως η Ινδία, αλλά και χώρες του Τρίτου Κόσμου που διψούν για φτηνή ενέργεια προκειμένου να πυροδοτήσουν το ντόμινο της ανάπτυξης και αποκτήστε μια εικόνα για το πως, αλλά και το που ακριβώς βαδίζει ο κόσμος μας.
Δεύτερον, αναφορικά με τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, την ηλιακή και την αιολική, ο καθηγητής ανέφερε ότι “ο άνεμος και η ηλιακή ενέργεια δεν θα μας τροφοδοτήσουν από μόνοι τους. Οι πηγές δεν μπορούν να ελεγχθούν και ο καιρός είναι ασταθής. Η αυξανόμενη κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας στον τομέα των κτιρίων και των μεταφορών επιδεινώνει το πρόβλημα”.
To συμπέρασμα στο οποίο εν ολίγοις καταλήγει ο Sin είναι πώς η ενεργειακή μετάβαση δεν μπορεί να γίνει χωρίς την καύση ορυκτών καυσίμων. Να αναφέρω παρεμπιπτόντως, ότι την άποψη του Γερμανού καθηγητή συμμερίζονται και άλλοι στοχαστές και επιστήμονες, προερχόμενοι από διαφορετικούς επιστημονικούς τομείς, όπως ο εμβληματικός Vaclav Smil. Ανεξαρτήτως εάν συμφωνεί ή διαφωνεί κανείς με τους προαναφερθέντες καθηγητές, εκφράζουν πάντως μια άποψη που πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη, καθώς η πραγματικότητα την επιβεβαιώνει σε μεγάλο βαθμό. Παρά τις αλλεπάλληλες συναντήσεις κορυφής στα πλαίσια διαφόρων φόρα, σχετικά με την κλιματική αλλαγή και την αναγκαιότητα περιορισμού των εκπομπών των αερίων του θερμοκηπίου, η παγκόσμια οικονομία εξακολουθεί να τροφοδοτεί την ανάπτυξη της με ορυκτά καύσιμα. Μάλιστα, στα χρόνια που μεσολάβησαν από την πρώτη συνδιάσκεψη κορυφής για το παγκόσμιο κλίμα στην Γενεύη το 1979, η κατανάλωση ορυκτών καυσίμων έχει οκταπλασιαστεί.
Τα τρόφιμα που καταναλώνουμε, τα ρούχα που φοράμε, τα χιλιόμετρα που διανύουμε και ότι άλλο μπορείτε να φανταστείτε, κατασκευές, υπηρεσίες υγείας, μουσική και ταινίες, όλα μέχρι τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές εκφράζονται σε κατανάλωση κυρίως ορυκτών καυσίμων και κατά συνέπεια σε εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, συνεπακόλουθο αυτής της κατανάλωσης αυτών.
Καθώς η ανάγκη επιτάχυνσης της μετάβασης σε μια οικονομία χαμηλών εκπομπών άνθρακα γίνεται όλο και πιο επιτακτική διαφαίνεται ότι η πρόκληση της κλιματικής αλλαγής θα απαιτήσει για πρώτη ίσως φορά στην ιστορία μας μια παγκόσμια, καθολική και παρατεταμένη δέσμευση. Το μερίδιο που αναλογεί στον καθένα μας ως μονάδες, αλλά και στα κράτη ως συλλογικές οντότητες φυσικά και δεν είναι το ίδιο. Φανταστείτε, ότι μέσες – άκρες, για το 80% των παγκόσμιων εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου ευθύνονται συνολικά πέντε – έξι χώρες. Σε ποιο σημείο βρισκόμαστε τώρα; Ουσιαστικά στο σημείο μηδέν: δεν έχουμε κάνει ούτε ένα βήμα. Λάβετε για παράδειγμα υπόψη, ότι η γνωστή και πολυδιαφημισμένη Συμφωνία του Παρισιού, όχι μόνο δεν προέβλεπε συγκεκριμένους στόχους μείωσης εκπομπών ρύπων για τις χώρες με τις υψηλότερες εκπομπές, αλλά τουναντίον προέβλεπε αύξηση αυτών κατά 50% έως το 2050. Από το 2015 που υπογράφηκε αυτή η συμφωνία, μάλλον προς τα πίσω έχουμε κάνει βήματα, παρά προς τα εμπρός.
Σίγουρα υπάρχουν πρωτοβουλίες προς την υιοθέτηση πράσινων μορφών ενέργειας και η Ευρώπη είναι πρωτοπόρος σε αυτή τη δέσμευση. Επιπλέον, εισάγονται στο επιχειρηματικό γίγνεσθαι έννοιες όπως Εταιρική Κοινωνική Ευθύνη, Αειφορία και Βιωσιμότητα, καθώς και καλές πρακτικές, αλλά όπως ανέφερα και παραπάνω, δεν αρκεί αυτό. Εάν υποθέσουμε ότι θα θέλαμε να δούμε κάποια βελτίωση σε μερικές δεκαετίες από τώρα (εάν αναλογιστείτε ότι το διοξείδιο του άνθρακα παραμένει εγκλωβισμένο στην ατμόσφαιρα για μέση διάρκεια 200 ετών), η δέσμευση μας θα πρέπει να είναι καθολική και άμεση.
Αλλά για να επανέλθουμε στον ακριβοθώρητο συνάδελφο κύριο Sin, ποια γενιά ανθρώπων θα ξεκινήσει ένα τόσο πολυδάπανο εγχείρημα, χωρίς άμεσα οικονομικά οφέλη για την ίδια; Αν και η έννοια της βιωσιμότητας είναι το νέο trend, το πρόβλημα της διαγενεακής δικαιοσύνης (Intergenerational Justice) παραμένει: δηλαδή η μόνιμη και έμφυτη τάση μας ως όντα να μην δίνουμε τη βαρύτητα που πρέπει στο μέλλον. Κοινώς, ότι αρπάξει ο κώλος μας κι αν πεθάνουμε ποιος χέστηκε για τους επόμενους;
Είναι γεγονός ότι ο κόσμος όπως τον γνωρίζουμε αλλάζει. Και αλλάζει πλέον με ταχύτητες πολύ μεγαλύτερες από την δική μας ταχύτητα προσαρμογής. Κανείς δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα τί μέλει γενέσθαι. Προσωπικά δεν είμαι ούτε αισιόδοξος, ούτε απαισιόδοξος, μάλλον σκεπτικιστής και περίεργος. Θεωρώ δεδομένη την αναγκαιότητα μετάβασης σε καθεστώς καθαρής ενέργειας. Επιπλέον, αυτή η μετάβαση από τα ορυκτά καύσιμα σε ενέργεια μηδενικού άνθρακα ισοδυναμεί με βιομηχανική επανάσταση, υπό την πίεση μάλιστα μιας σταθερής χρονικής προθεσμίας. Όχι μόνο ο χρόνος τελειώνει, αλλά θα πρέπει να ληφθούν πολιτικές αποφάσεις σε ένα πλαίσιο ασταθών παγκόσμιων ενεργειακών αγορών, παρατεταμένων ανησυχιών του κοινού για ορισμένες πράσινες τεχνολογίες και εντεινόμενες γεωπολιτικές εντάσεις, κυρίως μεταξύ Κίνας και Δύσης.
Οι αγορές ενέργειας, με τη σημερινή τους μορφή, έχουν σαφώς αποτύχει να επιταχύνουν την ανάπτυξη πράσινων τεχνολογιών με επαρκή κλίμακα και ταχύτητα. Ελλείψει μεταρρυθμίσεων ή συμπληρωματικών πολιτικών, συνεχίζουν να προωθούν τη φθηνότερη διαθέσιμη ενέργεια, η οποία μέχρι πρόσφατα σήμαινε ορυκτά καύσιμα στα περισσότερα μέρη του κόσμου. Δεδομένου αυτού, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι οι κυβερνήσεις επανεξετάζουν τη βιομηχανική τους πολιτική για να τονώσουν τις επενδύσεις σε καθαρές τεχνολογίες. Επιπλέον, ο τεράστιος όγκος νέων υποδομών που απαιτείται για την παραγωγή, αποθήκευση και διανομή καθαρής ενέργειας μπορεί να αναγκάσει τα κράτη και τις κυβερνήσεις του να αναλάβουν έναν πιο ενεργό ρόλο σχεδιασμού. Αλλά η κυβερνητική παρέμβαση για τη μετάβαση στην καθαρή ενέργεια εγκυμονεί και κινδύνους. Η επιλογή νικητών σε πράσινες τεχνολογίες ή έργα μπορεί να οδηγήσει σε επενδυτικές αποφάσεις που είναι δαπανηρές ή οικονομικά αναποτελεσματικές – αποτελέσματα που εν μέρει οδήγησαν τις μεταρρυθμίσεις στον ενεργειακό τομέα υπέρ της αγοράς των τελευταίων δεκαετιών με τα αποτελέσματα που αναφέρθηκαν παραπάνω.
Κανείς δεν μπορεί να προβλέψει με βεβαιότητα το μέλλον. Έχουμε βρεθεί και στο παρελθόν σε κρίσιμα σταυροδρόμια και όσοι κλήθηκαν τότε να λάβουν αποφάσεις για το μέλλον της ανθρωπότητας, πιστέψτε με, κινούνταν λίγο πολύ σε άγνωστα νερά. Ναι, γνωρίζουμε τους περιορισμούς και τους κινδύνους που κρύβει η αλόγιστη και ανεύθυνη συμπεριφορά μας και πάνω σε αυτή τη γνώση πρέπει να σχεδιάσουμε στρατηγικές και να τις υλοποιήσουμε. Αυτό όμως, πρέπει να γίνει σε μια πραγματικά πρωτοφανή κλίμακα μεγέθους με τη συμμετοχή επιστημόνων, κρατών και επιχειρήσεων. Πρέπει να κατανοήσουμε ότι δεν μιλάμε πλέον (μόνο) για ισορροπία δυνάμεων, αλλά για την ισορροπία του πλανήτη (σε μία κατάσταση ανεκτή για το είδος μας). Ότι δεν μιλάμε πλέον μόνο για κρατικές πρωτοβουλίες και λογοδοσία σε διεθνές επίπεδο, αλλά και για τη συμμετοχή των ιδιωτικών επιχειρήσεων, των οποίων η επίδραση στο περιβάλλον σε πολλές περιπτώσεις είναι πολλαπλάσια του συνόλου των χωρών του Τρίτου (και όχι μόνο) Κόσμου.
Χρειαζόμαστε ένα γενικό reset και το χρειαζόμαστε… χθες! Αλλά δεν πρέπει να είμαστε ούτε αφελείς, ούτε αιθεροβάμονες. Απ’ ότι φαίνεται έχουμε ξεπεράσει το σημείο μηδέν όσον αφορά το φαινόμενο του θερμοκηπίου και αυτό είναι μια γενική επιστημονική παραδοχή. Δεν γνωρίζουμε εάν ο δρόμος αυτός έχει επιστροφή. Γνωρίζουμε όμως, ότι εάν έχει, απαιτεί χρόνο που ξεπερνά τη δικιά μας, αλλά και την επόμενη γενιά. Και γνωρίζουμε επίσης ότι η μετάβαση σε ένα κόσμο που θα “τρέχει” αποκλειστικά με καθαρές μορφές ενέργειας απαιτεί και αυτή χρόνο και μάλιστα αρκετών δεκαετιών.
*Φωτογραφία εξωφύλλου: Ντμίτρι Ζβέρεφ. Μνημείο του πρώτου αστροναύτη Γιούρι Γκαγκάριν, Μόσχα, Ιανουάριος 2015