Παραστάσεις αρχαίου δράματος από το μακρινό παρελθόν που άφησαν εποχή – και όχι πάντα για καλό λόγο.
…
Είναι γνωστό πως οι παραστάσεις αρχαίου δράματος γεννούν έντονα πάθη στο ελληνικό κοινό. Οι θεατές συχνά διχάζονται και μάχονται λυσσασμένα στα social media και αλλού, ενώ το ίδιο συμβαίνει και με την κριτική ή και ανθρώπους που δεν έχουν δει καν την παράσταση. Το φαινόμενο, πάντως, κάθε άλλο καινούριο είναι. Τα ίδια και –όχι σπάνια– πολύ χειρότερα γίνονταν και στο παρελθόν. Και δε μιλάμε μόνο για μαζικές αποχωρήσεις και ισοπεδωτικές κριτικές, αλλά ακόμα και για αιματηρά επεισόδια με νεκρούς και τραυματίες!
Και να σκεφτείς πως όλα άρχισαν υποτονικά
Η πρώτη επαγγελματική παράσταση αρχαίου δράματος στο νεοελληνικό κράτος έγινε στο Ηρώδειο τον Δεκέμβριο του 1867. Η αφορμή δόθηκε με την έλευση στη χώρα της νέας βασίλισσας Όλγας, η οποία λίγες εβδομάδες πριν είχε παντρευτεί τον Γεώργιο Α’ στην Αγία Πετρούπολη. Το έργο που επιλέχτηκε να παρουσιαστεί ήταν η Αντιγόνη του Σοφοκλή.
Η προετοιμασία γινόταν για μέρες μέσα σε κλίμα μεγάλης προσμονής. «Θέαμα μεγαλοπρεπές και όλως καινόν μέλλει να εκτυλιχθεί προς τιμήν της σεπτής ημών Ανάσσης» γράφει η εφημερίδα Σύνταγμα στις αρχές του μήνα. Την Αντιγόνη θα ενσάρκωνε η ιταλικής καταγωγής σταρ της εποχής Πιπίνα Βονασέρα, τον Κρέοντα ο Αντώνης Βαρβέρης και στους υπόλοιπους ρόλους θα εμφανίζονταν φοιτητές του Πανεπιστημίου. Ως εισαγωγή, η ορχήστρα θα έπαιζε την Αντιγόνη του Μέντελσον. Τελικά, έπειτα από διάφορες αναβολές, η παράσταση παίχτηκε το μεσημέρι της 7ης Δεκεμβρίου και «ένεκα του φόβου της βροχής δεν εγένετο ουδέν διάλειμμα και δια τούτο εις δύο ώρας και ημίσειαν είχεν τελειώσει».
Εξωτερική άποψη του Ωδείου Ηρώδου Αττικού, περίπου 1865. [Φωτογραφικό Αρχείο Μουσείου Μπενάκη]
Δεν γνωρίζουμε τι εντυπώσεις αποκόμισε η μόλις δεκαεξάχρονη Όλγα. Ακόμη όμως και αν καταλάβαινε τα ελληνικά, στα σίγουρα θα δυσκολεύτηκε με την αρχαΐζουσα καθαρεύουσα της μετάφρασης του Αλέξανδρου Ρίζου Ραγκαβή. Γνωρίζουμε, πάντως, πως το νεαρό βασιλικό ζεύγος παρέμεινε μέχρι τέλους στα άβολα καθίσματα του Ηρωδείου –το οποίο δεν είχε ακόμη αναστηλωθεί, αλλά απλώς καθαριστεί και εξωραϊστεί– και πως «οι θεατές αμφοτέρων των φύλων ήσαν εκ του καλού κόσμου». Όσο για τις κριτικές που ακολούθησαν, ήταν μάλλον συγκαταβατικές. Είναι φανερό πως το θεατρόφιλο κοινό ανέμενε κάτι πιο συναρπαστικό.
Ήταν πάντως να μην γίνει η αρχή. Τους επόμενους μήνες θα παιχτούν στο Ηρώδειο τουλάχιστον τέσσερις ανάλογες παραστάσεις (Κύκλωψ, Οιδίπους Τύραννος, Νεφέλαικαι ξανά Αντιγόνη) και πάλι όμως δίχως επιτυχία. «Δεν παρατηρείται η απαιτουμένη παρά του ελληνικού κοινού προθυμία» σημειώνει η εφημερίδα Εθνοφύλαξ. Αντίθετα, όταν στον ίδιο χώρο ανεβαίνουν παραστάσεις μπουλβάρ, γίνεται το αδιαχώρητο.
Ο βασιλικός ύπνος και ο αρχαιολάτρης καθηγητής
Δύο δεκαετίες αργότερα, τα πράγματα είχαν αλλάξει ριζικά και τα αρχαία δράματα παίζονταν πολύ συχνά, σε κλειστά πια θέατρα. Ένα από αυτά, η Αντιγόνη και πάλι, παρουσιάστηκε από τον γαλλικό θίασο Lasalle-Charlet το 1888, στα εγκαίνια του Δημοτικού Θεάτρου, το οποίο βρισκόταν στη σημερινή πλατεία Κοτζιά μέχρι το 1940 οπότε και κατεδαφίστηκε. Το κακό ήταν πως το κείμενο της παράστασης ήταν το αυθεντικό, με αποτέλεσμα το κοινό να μην καταλαβαίνει γρι και από το βασιλικό θεωρείο να ακουστεί κάποια στιγμή ένα ηχηρό ροχαλητό. Το γεγονός δεν έμεινε ασχολίαστο από τον Σουρή:
«Και προς το μέρος έστρεψα του Μεγαλειοτάτου
και ο βασιλεύς ενύσταζε με όλα τα σωστά του.
Τον εγλυκονανούριζε εκείνο το τροπάρι και μες στο θεωρείο εμπήκε να τον πάρει».
Ένας από τους ανθρώπους που πήραν προσωπικά το ζήτημα της αναβίωσης του αρχαίου θεάτρου ήταν ο αρχαιολάτρης καθηγητής φιλολογίας Γεώργιος Μιστριώτης. Το 1895, ίδρυσε την Εταιρεία Υπέρ Διδασκαλίας Αρχαίων Δραμάτων, με βασικό σκοπό «να αναδειχθεί η ακραιφνής γνησιότητα της καταγωγής ημών» και στη συνέχεια άρχισε να ανεβάζει παραστάσεις με τον «σωστό τρόπο», όπως έλεγε.Όμως τα μεγαλεπήβολα σχέδιά του δεν αντιμετωπίζονταν από όλους με τον δέοντα ενθουσιασμό:
«Απαισιωτέρα παράστασις του αριστουργήματος ποτέ δεν έγινε» αναφέρει η εφημερίδα Άστυ (28/3/1896). «Η Αντιγόνη μετεβλήθη σε παρωδίαν ελεεινήν και ανευλαβή και φρικτήν και τερατώδη. Οι υποκριταί ανάξιοι λόγου. Η μουσική δια σφύριγμα και ο κ. Μιστριώτης δια παύσιμον από του Πανεπιστήμιου. Ευτυχώς δεν ήτο ουδείς ξένος. Όμως ο κ. Υπουργός της Παιδείας διατί δεν απαγορεύει τας εκτρωματικάς παρωδίας;».
Όπως είναι φανερό έχουμε μπει δυναμικά στο πνεύμα που θα κυριαρχήσει στη συνέχεια.
Η αιματοβαμμένη Ορέστεια
Την 1η Νοεμβρίου του 1903 γίνεται στο ολοκαίνουριο κτίριο του Βασιλικού Θεάτρου στην οδό Αγίου Κωνσταντίνου, η πρεμιέρα της Ορέστειας του Αισχύλου, σε σκηνοθεσία του διευθυντή του οργανισμού Θωμά Οικονόμου και μετάφραση στη δημοτική του αρχαιολόγου Γεώργιου Σωτηριάδη. Είναι ένα ιδιαιτέρως τολμηρό εγχείρημα, καθώς το γλωσσικό ζήτημα κοχλάζει. Δύο μόλις χρόνια νωρίτερα, με αφορμή τη μετάφραση στη δημοτική της Αγίας Γραφής, είχαν ξεσπάσει τα αιματηρά επεισόδια που κόστισαν τη ζωή σε δέκα περίπου ανθρώπους και έμειναν στην ιστορία ως Ευαγγελικά.
Απεικόνιση των «Εὐαγγελικῶν» σε λιθογραφία της εποχής. Στο βάθος το κτίριο του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. [Εθνικό Ιστορικό Μουσείο]
Στην πραγματικότητα, η μετάφραση του Σωτηριάδη είναι ένα μείγμα δημοτικής και καθαρεύουσας, «κάτι σαν ροκοκό» θα τη χαρακτηρίσουν αργότερα κάποιοι. Τους βασικούς ρόλους ερμηνεύουν οι Εδμόνδος Φυρστ, Ελένη Λεάνδρου και Νίκος Μέγκουλας ενώ σε εκείνον της Αθηνάς εμφανίζεται η δεκαεξάχρονη Μαρίκα Κοτοπούλη. Η τελευταία θα απαγγείλει και μια ωδή στην τραγωδία, γραμμένη από τον Κωστή Παλαμά.
Η παράσταση, η οποία στοίχισε το μυθικό για την εποχή ποσό των είκοσι χιλιάδων δραχμών, ολοκληρώνεται κανονικά και κυκλοφορούν οι πρώτες κριτικές. Κάποιες είναι υμνητικές και κάποιες ακριβώς το αντίθετο. Ο συντάκτης της εφημερίδας Ακρόπολις Τίμος Σταθόπουλος τα βάζει με τον σκηνοθέτη («Εδίδαξε τον Μέγκουλαν να ουρλιάζει. Είναι ανώτερος του ρόλου τσακαλιού ο καλός αυτός ηθοποιός»), με το ύψος και τα παπούτσια της Κοτοπούλη («Είδατε ποτέ Αθηνάν μικροσκοπικοτέραν; Είδατε ποτέ Αθηνάν με γοβάκια άσπρα με τακουνάκια Λουί Κενζ;»), ενώ κατηγορεί τον μεταφραστή ότι από τους 2.796 στίχους, ζήτημα να μετέφρασε τους 796 («Δια τας άλλας δυο χιλιάδας θεώρησε τον Αισχύλον φλύαρον!»). Τέλος απευθύνει μια συμβουλή προς τον βασιλιά: «Μεγαλειότατε, μην πετάς τα λεφτά Σου. Κλείσε αυτό το μαγαζί».
Σύντομα το ενδιαφέρον εστιάζεται αποκλειστικά στο γεγονός της μετάφρασης στη δημοτική. Πρωτοστατεί ο Γεώργιος Μιστριώτης ο οποίος πέρα από την ιδεολογική του αντίθεση προς τη «μαλλιαρή», τα έχει και φυλαγμένα στους ανταγωνιστές του στον θεατρικό χώρο. Με διαλέξεις, πύρινα άρθρα και συνεντεύξεις, καλεί τους φοιτητές του και τον λαό σε γενικό ξεσηκωμό. Και αυτό παρότι, όπως παραδέχεται, δεν έχει δει καν την παράσταση. «Βόρβορος είναι το φύραμα των μιξοενετικών και μιξοτουρκικών λέξεων και των αηδεστάτων φρασιδίων. Πρέπει να αποτρέψωμεν πάση θυσία τον όλεθρον τούτον». Και προσθέτει: «Εγώ παραιτούμαι, ας έλθει ο Παλαμάς να διδάξει». Οι φοιτητές εξεγείρονται και τις επόμενες μέρες πραγματοποιούν συγκεντρώσεις και πορείες και καίνε τα προγράμματα της παράστασης. Τα αίματα ανάβουν ακόμα περισσότερο εξαιτίας μιας «τρολιάς» που κυκλοφορεί και εκλαμβάνεται ως γεγονός: Ότι στην παράσταση η Ηλέκτρα ονομάζεται Κεχριμπάρα.
Το δράμα κορυφώνεται στις 15 Νοεμβρίου. Οι φοιτητές, φωνάζοντας συνθήματα όπως «Κάτω οι μαλλιαροί» και «Κάτω ο Παλαμάς», δοκιμάζουν ξανά να πλησιάσουν στην Αγίου Κωνσταντίνου. Κοντά στην Ομόνοια, όμως, απωθούνται από την αστυνομία, τον στρατό και μια ίλη του ιππικού που επελαύνει ξαφνικά, ποδοπατώντας μεταξύ άλλων έναν ηλικιωμένο περαστικό. Ακούγονται πυροβολισμοί και πέφτει νεκρός, χτυπημένος από στρατιωτικό όπλο, ο εικοσάχρονος Γεώργιος Μαντάς (κάποιες πηγές τον αναφέρουν ως φοιτητή και άλλες ως επίδοξο μετανάστη στην Αμερική). Οι τραυματίες είναι δεκάδες, ενώ γίνονται εκατοντάδες συλλήψεις.
Η κηδεία του θύματος είναι συγκινητική. Η πομπή των φοιτητών διασχίζει την οδό Ακαδημίας και φτάνει στην εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής όπου γίνεται η νεκρώσιμη ακολουθία. «Θα εμείνουμε στον αγώνα μας. Θα χύσωμεν το αίμα μας για να επαναφέρουμε την αίγλην της γλώσσης των αριστουργημάτων μας» λέει ένας από τους επικεφαλής των φοιτητών στον επικήδειο. Στη συνέχεια, ένας φίλος του νεκρού απαγγέλλει ένα ποίημα. Όταν όμως οι συγκεντρωμένοι αντιλαμβάνονται πως είναι γραμμένο στη δημοτική, τον διώχνουν από την εκκλησία.
Τις επόμενες μέρες θα γίνουν και άλλες συλλήψεις και η κυβέρνηση του Δημητρίου Ράλλη θα κρατήσει γενικά σκληρή στάση. Η δε παράσταση θα κατέβει, σύμφωνα με το πρόγραμμα, λίγο αργότερα.
Η Μαρίκα Κοτοπούλη και τα αιθιοπικά βόδια
Το 1924 το γλωσσικό ζήτημα έχει πια ξεθωριάσει. Έχουν άλλωστε μεσολαβήσει τρεις μεγάλες πολεμικές συγκρούσεις, ένας –και καλός– εθνικός διχασμός, καθώς και το δράμα των προσφύγων το οποίο έχει επισκιάσει τα πάντα. Η μόνη που παραμένει ακλόνητη στη θέση της εδώ και χρόνια είναι η Μαρίκα Κοτοπούλη, ως το μεγαλύτερο όνομα του ελληνικού θεάτρου. Όταν, έρχεται στην Ελλάδα για επίσημη επίσκεψη ένας πολιτικός σταρ της εποχής όπως ο Ρας Ταφάρι, ο μετέπειτα αυτοκράτορας της Αβησσυνίας Χαϊλέ Σελασιέ Α, είναι εκείνη που αναλαμβάνει να τον ψυχαγωγήσει, ανεβάζοντας στο Ηρώδειο με τον θίασό της, έπειτα από δύο μόλις πρόβες, τον Αγαμέμνονα του Αισχύλου.
Ιωάννης Γεωργαλάς, Παράσταση της Ηλέκτρας στο Ηρώδειο προς τιμήν Ρας Τάφαρι, 1924. [ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ]
Λέγεται πως ο πρίγκιπας ενθουσιάστηκε από την παράσταση. Αντίθετα, ο διάσημος δημοσιογράφος και συγγραφέας Σπύρος Μελάς, εκδότης της εφημερίδας Δημοκρατία, δεν έμεινε ικανοποιημένος: «Τα πάντα έφεραν τη σφραγίδα του βιαστικού και του προχείρου. Η Κοτοπούλη –αν και βασίλισσα– σκαρφάλωνε με έναν τρόπο εντελώς κατσικίσιον. Ασκεί δε ασφαλώς μεγάλην επιβολήν εις το επαγγελματικόν της περιβάλλον. Εις μίαν στιγμήν μου εφάνη ότι και αυτός ο χορός ήτο μια Κοτοπούλη εις πολλά γενειοφόρα αντίτυπα». Κυρίως ο Μελάς ενοχλήθηκε από τη σκηνογραφία: «Τα ανάκτορα του Αγαμέμνονος έδιναν την εντύπωση περιπτέρου, από το οποίο περίμενες να προβάλλει κάποιος τραυματίας να σου δώσει σιγαρέτα. Είμαι βέβαιος ότι ουδέποτε ο Ρας Ταφάρι θα καλέσει τον κατασκευαστή εις Αδίς Αμπέμπα δια να του αναθέσει την κατασκευή των δικών του ανακτόρων. Το πολύ να του στείλει ένα βόδι για τον κόπον του, οπότε ο δωρολήπτης θα έχει ασφαλώς δύο». Βρήκε πάντως και κάτι καλό να πει: «Ας σημειωθεί τέλος μια συμπαθέστατη εμφάνισις: Του κ. Ροντήρη. Τι νιάτα! Τι σιλουέτα! Με ηρωική επιμονή ενίκησε πολλά ελαττώματα που είχε όταν μαθήτευε στη δραματική μας σχολή. Ευρίσκεται σε καλήν οδόν. Αν προχωρήσει».
Ο Δημήτρης Ροντήρης προχώρησε και μάλιστα με μεγάλα βήματα. Έφτασε το 1938 να σκηνοθετήσει την πρώτη παράσταση που παίχτηκε στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου στα νεότερα χρόνια –την Ηλέκτρα του Σοφοκλή, με πρωταγωνίστριες την Κατίνα Παξινού και την Ελένη Παπαδάκη– και κυρίως να βάλει τα θεμέλια της αισθητικής αντίληψης για το θέατρο που κυριάρχησε στην Ελλάδα για τουλάχιστον τριάντα χρόνια.
Η Κατίνα Παξινού ως Ηλέκτρα στην Επίδαυρο, 1938. [ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ, αρχείο Λέοντα Φραντζή]
Ο δε Ρας Ταφάρι έστειλε όντως βόδια! Έκανε δωρεά τριακοσίων βοδιών στο ελληνικό κράτος ως ελάχιστη συμβολή για τις διατροφικές ανάγκες των προσφύγων. Όμως εξαιτίας μιας σειράς χειρισμών της ελληνικής κυβέρνησης με έντονη οσμή σκανδάλου, η μεταφορά των ζώων ακτοπλοϊκώς από την Αιθιοπία κόστισε περισσότερο από το να είχαν αγοραστεί κανονικά.
Ελένη Παπαδάκη, Κατίνα Παξινού, 1928.
Μεγάλες προσδοκίες στον ομφαλό της Γης
Ο μεσοπόλεμος είναι μια εποχή έντονων πνευματικών ζυμώσεων. Και δύο από τα πρόσωπα που πρωτοστατούν σε αυτές είναι ο Άγγελος Σικελιανός και η σύζυγός του Εύα Πάλμερ. Το όραμά τους, ολοφάνερα μεγαλεπήβολο, προσβλέπει στην ψυχική ανύψωση της ανθρωπότητας μέσω ενός καθολικού πνεύματος που θα την οδηγήσει στην παγκόσμια συνοχή. Διοργανώνουν έτσι τις περίφημες Δελφικές Εορτές, ελπίζοντας ότι ο θεσμός θα γίνει ένας χώρος συνάντησης όπου οι διανοούμενοι, οι καλλιτέχνες και οι επιστήμονες της παγκόσμιας κοινότητας θα εργαστούν απερίσπαστοι με σκοπό τη συναδέλφωση των λαών.
Nelly’s, Δελφικές γιορτές. Προμηθέας Δεσμώτης, 1930. [ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ]
Πραγματοποιήθηκαν δύο μόνο διοργανώσεις. Στην πρώτη, τον Μάιο του 1927, παίχτηκε στο πλαίσιο των εκδηλώσεων ο Προμηθέας Δεσμώτης του Αισχύλου και στη δεύτερη, τον Μάιο του 1930, οι Ικέτιδες του Ευριπίδη και ξανά ο Προμηθέας Δεσμώτης. Πολλά έχουν ειπωθεί για αυτές τις τρεις παραστάσεις. Την εποχή εκείνη, οι περισσότερες κριτικές των εφημερίδων ήταν εγκωμιαστικές. «Ήταν ένα γοητευτικό θείο όραμα» γράφει για τις Ικέτιδες ο Αχιλλέας Μαμάκης στο Έθνος.
Όχι όμως όλες: «Η προγονοπληξία ήταν ανέκαθεν λόξα της αστικής Ελλάδας» αναφέρει ο Ριζοσπάστης. «Η περιβόητη δελφική προσπάθεια δεν είναι παρά ένας παθολογικός μυστικισμός της αστικής τάξης που καταρρέει και ζητάει παρηγοριά στο ένδοξο παρελθόν […] Και πού ξέρουμε ότι ο Σικελιανός δεν φιλοδόξησε να γίνει και Απόλλων και η Εύα να καθίσει σε χρυσό τρίποδα και να γίνει Πυθία;»
Δελφικές Εορτές, Κοπέλες του χορού των Ωκεανίδων, Πρόβες στο αρχαίο θέατρο των Δελφών πριν από την παράσταση Προμηθέας Δεσμώτης, 1930. [Maynard Owen Williams/National Geographic]
Δεν είναι μόνο ο συντάκτης του Ριζοσπάστη που ειρωνεύεται τον Σικελιανό. Η περίφημη κριτικός Ελένη Ουράνη, υπογράφοντας όπως πάντα με το ψευδώνυμο Άλκης Θρύλος, τον είχε σε ανύποπτο χρόνο χαρακτηρίσει εμμέσως πλην σαφώς ψώνιο: «Δύσκολα κατέρχεται από το ύψος όπου μόνος του έχει τοποθετήσει τον εαυτό του» είχε γράψει. Στο ίδιο πνεύμα και ο σύζυγός της, Κώστας Ουράνης: «Δεν είναι μεγάλη πνευματική προσωπικότητα, έχει παρεξηγήσει τον εαυτό του».
Ο δε Φώτος Πολίτης, αν και δεν είχε δει καμία από τις παραστάσεις, ήταν αφοριστικός: «Όταν παίζουν οι ηθοποιοί με προσωπεία σε βράχους ρεαλιστικούς, δεν είναι πλέον ιδεώδεις ανθρωπινοί τύποι, άλλα ούτε και απλώς άνθρωποι. Είναι μαϊμούδες».
Είναι γεγονός, πάντως, ότι το όραμα των Σικελιανών έδωσε μπόλικη τροφή στα καλλιτεχνικά πράγματα της χώρας και, χάρη κυρίως στις προσπάθειες της Εύας Πάλμερ, μια φρέσκια –αν και αμφιλεγόμενη– πνοή σε ό,τι αφορά την ερμηνεία και την κίνηση του Χορού στις παραστάσεις αρχαίου δράματος. Το όλο εγχείρημα, όμως, ήταν τόσο φιλόδοξο που ήταν εξαρχής καταδικασμένο να αποτύχει, οδηγώντας επιπλέον το ζευγάρι στη χρεοκοπία.
Οι Δελφικές Εορτές του 1927 μέσα από την κάμερα των αδερφών Γαζιάδη.
Προς τη νέα εποχή
Ο μεσοπόλεμος τελειώνει και η χώρα μπαίνει στη μεγάλη περιπέτεια του πολέμου, της Κατοχής και του εμφύλιου σπαραγμού. Τα θέατρα, πάντως, μένουν ανοιχτά και ανεβαίνουν και ορισμένες παραστάσεις αρχαίου δράματος. Μεταξύ αυτών η Εκάβη του Ευριπίδη στη σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, το 1943. Πρόκειται για το κύκνειο άσμα της Ελένης Παπαδάκη, η οποία ως γνωστόν θα κατηγορηθεί για τις σχέσεις της με τον κατοχικό πρωθυπουργό Ράλλη και θα δολοφονηθεί άγρια έναν χρόνο αργότερα στα Δεκεμβριανά. Στη διάρκεια αυτής της παράστασης, ηθοποιοί ενταγμένοι στο ΕΑΜ όπως η Αλέκα Παΐζη λέγεται πως παρίσταναν ότι λιποθυμούν από την πείνα για να διαμαρτυρηθούν για τα βάσανα του ελληνικού λαού – ή κατ’ άλλους για να σαμποτάρουν την Παπαδάκη.
Εκάβη, στην Κεντρική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, 1944. Η Ελένη Παπαδάκη ως Εκάβη και ο Τζαβαλάς Καρούσος ως Αγαμέμνων μπροστά από τον Χορό από αιχμάλωτες Τρωαδίτισσες. [Εθνικό Θέατρο]
Μέσα στην Κατοχή, ιδρύθηκε από τον Κάρολο Κουν και το Θέατρο Τέχνης. Μια όμως από τις πιο πολυσυζητημένες παραστάσεις του έγινε κατά τη δεύτερη περίοδο της λειτουργίας του, στα τέλη της δεκαετίας του 1950. Είχαν μεσολαβήσει πολλές παραστάσεις αρχαίου δράματος, καθώς και, το 1955, η ίδρυση του φεστιβάλ Επιδαύρου. Το Σάββατο 29 Αυγούστου του 1959, το Θέατρο Τέχνης ανεβάζει στο Ηρώδειο τους Όρνιθες του Αριστοφάνη, σε σκηνοθεσία του Κάρολου Κουν και μετάφραση του Βασίλη Ρώτα. Τα σκηνικά και τα κοστούμια είναι του Γιάννη Τσαρούχη, η μουσική του Μάνου Χατζιδάκι και οι χορογραφίες της Ραλλούς Μάνου. Το σκάνδαλο ξεκινά όταν ο ηθοποιός που υποδύεται τον ιερέα κάνει θυσία στον Δία ψέλνοντας σαν ορθόδοξος παπάς. Κάποιος από το κοινό φωνάζει «Φτάνει!» και τον ακολουθούν μερικοί ακόμα, φωνάζοντας «Ντροπή!» και «Βεβήλωσις». Οι περισσότεροι θεατές, αντίθετα, φωνάζουν «Μπράβο!» και ξεσπούν σε χειροκροτήματα ενθαρρύνοντας τους ηθοποιούς για να συνεχίσουν. Για λίγα λεπτά επικρατεί μεγάλη αναταραχή, ώσπου ο Δημήτρης Χατζημάρκος ως Πεισθέταιρος σώζει την κατάσταση διώχνοντας άρον άρον τον ιερέα και «πηδώντας» στην επόμενη σκηνή.
Οι ιστορικοί Όρνιθες του Κουν, 1959. [Αρχείο Θεάτρου Τέχνης Κάρολος Κουν]
Η παράσταση ολοκληρώνεται κανονικά και ο υπουργός προεδρίας της κυβέρνησης Καραμανλή –και μετέπειτα Πρόεδρος της Ελλάδας– Κωνσταντίνος Τσάτσος, αποχωρεί αμίλητος από το Ηρώδειο. Το πρωί της Κυριακής, ανακοινώνεται από το ραδιόφωνο ότι οι υπόλοιπες προγραμματισμένες παραστάσεις ματαιώνονται διότι «το χθες εμφανισθέν έργον, ατελέστατα προπαρασκευασμένον, απετέλεσε παραμόρφωσιν του πνεύματος του κλασικού κειμένου. Ορισμέναι δε σκηναί παρουσιάσθησαν κατά τρόπον προσβάλλοντα το θρησκευτικόν αίσθημα του λαού».
Ακολουθεί πολιτικός σεισμός. Ο τύπος της Δεξιάς μιλά για «απόπειρα κομμουνιστικοποιήσεως του Αριστοφάνους» από τους συντελεστές της παράστασης. «Μόνον οι κομμουνισταί χειροκρότησαν» γράφει η Εστία. Οι αντιπολιτευόμενες εφημερίδες, από την άλλη, κατηγορούν την κυβέρνηση ότι επιτίθεται απροκάλυπτα κατά της ελευθερίας του πνεύματος. «Αφού μέχρι σήμερα πολεμήθηκε κάθε προοδευτική ιδέα, τώρα απαγορεύεται και ο Αριστοφάνης» γράφει η Αυγή. Ο δε Τσάτσος θα αποκομίσει από τον ευρηματικό γελοιογράφο των Νέων Φωκίωνα Δημητριάδη ένα διόλου επιθυμητό δώρο: Μια κότα που έκτοτε θα τον ακολουθεί –ή και θα τον αντικαθιστά στα καθήκοντά του– σε όλες τις γελοιογραφίες.
Η υπόθεση θα μείνει για καιρό στο προσκήνιο, προκαλώντας τριγμούς στην ήδη ταραγμένη πολιτική ζωή της χώρας. Στον πυρήνα της, πάντως, ήταν ένα ακόμα επεισόδιο στην αιώνια διαμάχη ανάμεσα στον ακαδημαϊσμό και στον ριζοσπαστισμό στο πεδίο της παρουσίασης των έργων της αρχαίας ελληνικής δραματουργίας στη σύγχρονη εποχή. Μια διαμάχη που, όπως διαπιστώνουμε κάθε καλοκαίρι, συνεχίζεται μέχρι σήμερα.
*Φωτογραφία εξωφύλλου: Nelly’s, στιγμιότυπο από τον πυρρίχιο χορό στο αρχαίο στάδιο των Δελφών στις Β΄ Δελφικές Εορτές, 1930. [Φωτογραφικά Αρχεία Μουσείου Μπενάκη]
Πηγή: insidestory