Όταν ζεις σε μία οικογένεια που πάσχει από τον ιό της βιβλιοφαγίας, διατρέχεις τον κίνδυνο για χωροβόρες και κοστοβόρες επιπλοκές. Τα ράφια αναστενάζουν, η τσέπη επίσης, οπότε είπαμε φέτος το καλοκαίρι να γραφτούμε οικογενειακώς στη δημοτική βιβλιοθήκη. Κάθε εβδομάδα λοιπόν τα μικρά δανείζονται πέντε βιβλία, που τα διαλέγουν μόνα τους, και κάθε βράδυ ζωντανεύουμε κάποια από αυτά, μέχρι να αποκοιμηθούν τα μικρά ή/και ο εκάστοτε αφηγητής/αφηγήτρια.
Η δανειστική βιβλιοθήκη αποτελεί μια εξαιρετική επιλογή για τους δύο λόγους που προανέφερα, την τσέπη των γονιών, την έλλειψη χώρου στο σπίτι, έχει όμως πολλά οφέλη ακόμα. Πρώτα πρώτα, τα παιδιά μαθαίνουν εμπειρικά να μην κρίνουν ένα βιβλίο από το εξώφυλλο, με ο,τι αυτό συνεπάγεται. Μαθαίνουν ότι κάτι φανταχτερό και πολύχρωμο μπορεί να μην έχει κάτι παραπάνω να πει, μαθαίνουν ότι κάτι που δεν τους γεμίζει το μάτι, μπορεί να τους γεμίσει την καρδιά και το μυαλό με χρώματα, συναισθήματα και ιδέες. Μαθαίνουν να δανείζονται και να προσέχουν αυτό που δανείζονται, μαθαίνουν να τηρούν προθεσμίες. Μαθαίνουν να μην είναι παθητικοί δέκτες μιας πληροφορίας αλλά να τη διυλίζουν. Γενικά μαθαίνουν. Μαθαίνουν να αγαπούν το διάβασμα, να αγαπούν τα βιβλία και να εκτιμούν όλα αυτά που έχουν να τους προσφέρουν.
Το διάβασμα από μόνο του, όχι μόνο για τα παιδιά, αποτελεί θησαυρό που κανείς δεν μπορεί να σου κλέψει, γιατί κρύβεται μέσα σου και λαμποκοπάει μέσα από τις σκέψεις σου και τα λόγια σου και ούτε αυτά μπορεί κάποιος να σου τα κλέψει (εκτός κι αν μιλάμε για λογοκλοπή αλλά αυτό είναι μια άλλη, μεγάλη ιστορία). Θησαυρός λοιπόν, επένδυση, κεφάλαιο που τοκίζεται και ξανατοκίζεται σαν τα παλιά τα χρόνια τότε που οι τράπεζες δεν σου έπαιρναν μόνο.
Προχτές το βράδυ λοιπόν έχουμε νέα πεντάδα βιβλίων στο σπίτι, οπότε επικρατεί ένας ενθουσιασμός, μια διαμάχη για το ποιο θα διαβάσουμε πρώτο. Τελειώνουμε ένα παραμύθι και παρόλο που ο μικρός ήδη έβλεπε το πρώτο επεισόδιο της σειράς «Τα όνειρα της Δευτέρας», η μικρή μου ήταν σαν ένα κουτάβι που σου σπρώχνει με τη μουσούδα το μπαλάκι για να συνεχίσετε το παιχνίδι. Επίσης, καθώς λατρεύει τις ρητορικές ερωτήσεις – ο δικός της τρόπος για να επιβεβαιώσει κάτι ή να ανοίξει άλλη μία κουβέντα, μου κάνει:
«Μαμά, είναι δυνατόν να υπάρχει κάποιος που να πετάει βιβλία;»
Παύση κινηματογραφική, που αν και κράτησε δευτερόλεπτα, μέσα στο μυαλό μου ταξίδεψα πίσω στον χρόνο σε στιγμές που βιβλία κάηκαν ή καταστράφηκαν, έφερα εικόνες από μορφές εφηβικές να σκίζουν στο τέλος της χρονιάς τα βιβλία που τόσο τους ταλαιπώρησαν, θυμήθηκα ατάκες στα φοιτητικά μου χρόνια του στυλ «Τι διαβάζεις, τα βιβλία είναι για τους αργόσχολους», ενώ παράλληλα σκεφτόμουν ποιον δρόμο να πάρει η απάντησή μου, τον δρόμο της αλήθειας ή τον διπλωματικό.
Η μικρή όμως ψιλιάστηκε ότι η ερώτηση της δεν ήταν πετυχημένα ρητορική και ήδη είχε αλλάξει στάση σώματος και ενώ ξεκίνησα με ένα «εμμ..» άρχισε ήδη να μεγεθύνει τα μάτια της και να αρθρώνει επιφωνήματα έκπληξης.
«Αλήθεια μαμά;!»
Δεν μπήκα σε λεπτομέρειες γιατί δεν είναι ούτε 7 χρονών, της είπα όμως ότι δεν αγαπάνε όλοι το ίδιο τα βιβλία, κάποιοι μάλιστα τα πετάνε ή τα καίνε. Πήρε το αρτι ολοκληρωθέν παραμύθι στην αγκαλιά της και αναφώνησε:
«Μα τα βιβλία είναι τα καλύτερα πράγματα στον κόσμο! Εγώ τα αγαπώ»
Ακούγεται σαν γλυκανάλατη διαφήμιση για την προώθηση της φιλαναγνωσίας, το ξέρω, όμως είναι αλήθεια. Αυτό μου είπε όμως, κι έτσι κοιμήθηκε, αγκαλιά με «το παγκάκι που ήθελε να γίνει βάρκα» Κι εγώ έμεινα εκεί να της χαιδεύω το ποδαράκι και να αναλογίζομαι πόσες φορές έχουν καεί βιβλία στην ιστορια της ανθρωπότητας.
Και έτσι αποφάσισα να το ψάξω λίγο παραπάνω.
Η πρώτη εικόνα που έρχεται στο μυαλό των περισσοτέρων από εμάς όταν σκεπτόμαστε το κάψιμο των βιβλίων, είναι αυτή της Γερμανικής Νεολαίας που συστηματικά έκαψε βιβλία που δε συμφωνούσαν με την κυρίαρχη ιδεολογία του Ναζισμού. Στη μαύρη λίστα ανήκαν οι Freud, Einstein, Marx, Trotsky, Dostoyevsky, Nabokov, Huxley, Conrad, Wilde, ανάμεσα σε πολλούς άλλους.
Δεν είναι όμως μόνο η Γερμανία που προτίμησε να προσπαθήσει να σβήσει τη φλόγα του πνεύματος καίγοντας ανεπιθύμητα βιβλία είτε για πολιτικούς είτε για θρησκευτικούς λόγους. Η Ιστορία έχει παραδείγματα από την Κίνα, το Βυζάντιο και τον Μεσαίωνα γενικότερα. Κώδικες των ιθαγενών της Αμερικής θυσιάστηκαν στην πυρά της ιδεολογίας των Ισπανών αποίκων, που ήθελαν να εξαλείψουν οποιαδήποτε άλλη θρησκευτική δοξασία στη Νέα Γη τους. Βιβλία που μιλούσαν κατά της δουλείας κάηκαν στην Αμερική επειδή ήταν κατά του Νότου. Με την απαρχή του δικτατορικού καθεστώτος στην Ελλάδα κάηκαν βιβλία του Goethe, του Shaw, του Freud, αλλά και Ελλήνων «αντικαθεστωτικών» συγγραφέων, όπως του Παπαδιαμάντη, του Μυριβήλη, του Καρκαβίτσα, αλλά και η Αντιγόνη του Σοφοκλή και ο Επιτάφιος του Περικλή.
Η λίστα αυτή είναι ατελείωτη, και μεγαλώνει ακόμη περισσότερο αν συμπεριλάβουμε βιβλία που κατά καιρούς έχουν απαγορευτεί, πάλι για ιδεολογικούς λόγους. Δεν θα μπω σε άλλες λεπτομέρειες, γιατί η ουσία είναι άλλη. Εν έτει 2023, μέσα στο πλαίσιο της πολιτικής ορθότητας η ελευθερία του πνεύματος και κατά συνέπεια του λόγου πρέπει να είναι στο προσκήνιο. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο τα βιβλία αποτελούν τον μοναδικό πρωταγωνιστή που μπορεί να μας πάει μπροστά και να κρατήσει το μυαλό μας σε εγρήγορση. Δίνουμε όμως το καλό παράδειγμα προτιμώντας τις σελίδες ενός βιβλίου από το μηχανικό, αποχαυνωτικό σκρολάρισμα στα social media; Γιατί όπως γλυκανάλατα λέει και η κόρη μου,
«Μα τα βιβλία είναι τα καλύτερα πράγματα στον κόσμο!»
*Φωτογραφία εξωφύλλου: pinterest