Ο Έντγκαρ δεν είναι πια εδώ, λυπάμαι. Πέθανε νέος, μόνο 40 ετών, στις 7 του Οκτώβρη του 1849 στη Βαλτιμόρη, θες απ’ το ποτό, καθότι αλκοολικός, θες απ’ το όπιο, καθότι εθισμένος, θες από χέρι τρίτου, καθότι αντιπαθής σε κάποιους, ποιος ξέρει. Το σίγουρο είναι ότι πέθανε, και έτσι δυστυχώς δεν μπορεί να σου διηγηθεί μια ιστορία. Λυπάμαι.
Βέβαια, ο Ρολάν Μπαρτ, έναν αιώνα και κάτι μετά έκανε τη ρηξικέλευθη διαπίστωση ότι ο συγγραφέας πέθανε. Ναι, δεν αστειεύομαι, ρηξικέλευθη ήταν η διαπίστωση γιατί μέχρι τότε για να διαβάσεις κάτι και να το κατανοήσεις ήταν απαραίτητο να ξέρεις πρώτα τα πάντα για τον συγγραφέα. Ο Ρολάν όμως άρπαξε την πένα από τον συγγραφέα, την κάρφωσε στον λαιμό του και τον αυτοκτόνησε, καταχωνιάζοντας το όπλο του εγκλήματος στο πιο ανύποπτο μέρος. Στον αναγνώστη: the birth of the reader must be at the cost of the death of the author. Έτσι ο Γάλλος φιλόσοφος, έδωσε στα κείμενα νέα σημασιολογική πνοή, μια νέα ζωή μακριά από τη ζωή του κάθε συγγραφέα, έδωσε στους αναγνώστες την ελευθερία να διαβάσουν αυτό που έχουν μπροστά τους και να το ερμηνεύσουν με τον δικό τους τρόπο, ο κάθε ένας πιθανόν διαφορετικά.
Η ανάγνωση ενός βιβλίου είναι σαν να ακούς μουσική. Ακούς ένα τραγούδι μια φορά και σου αρέσει. Τι κάνεις; Το ξανακούς φυσικά. Το ότι σου άρεσε δε σημαίνει ότι θα του βάλεις μια καρδούλα στο Spotify και δεν θα το ξανακούσεις. Θα το ακούσεις πολλές φορές και ίσως κάθε φορά να ανακαλύπτεις και κάτι καινούργιο. Μετά θα προχωρήσεις να ανακαλύψεις τον καλλιτέχνη για να δεις αν έχει κι άλλα ωραία. Θα πας να τον δεις και live για να ακούσεις αυτό το τραγούδι. Ίσως κάποια φορά να σε κάνει να νιώσεις κάπως, να σε αγγίξει λίγο περισσότερο, άλλες πάλι σχεδόν καθόλου. Σαν να αλλάζεις αυτιά, όπως αλλάζεις ρούχα.
Κάπως έτσι, θα έπρεπε ιδανικά να είναι και η σχέση μας με ένα βιβλίο, με μία ιστορία. Γιατί άλλωστε τα αγοράζουμε; Για να διακοσμούν τη βιβλιοθήκη μας ή για να επιδεικνύουμε την καλλιέργειά μας; Για να μπορούμε να ξαναγυρίσουμε σε αυτά, να τα ανακαλύπτουμε εκ νέου όταν μας δίνεται η αφορμή ή λόγος να το κάνουμε. Να τα διαβάζουμε με άλλη ματιά, με λιγότερα μεν, αλλά σοφότερα εγκεφαλικά κύτταρα.
Έτσι έγινε και με τον Έντγκαρ. Τον Edgar Allan Poe ντε, που είναι πεθαμένος μεν, οι ιστορίες του όμως δεν είναι. Η αφορμή ήταν μια σειρά που βγήκε πρόσφατα στο Netflix, The Fall of the House of Usher, στην οποία γίνεται μια αλλόκοτη αλλά αρκετά ελκυστική ανάμειξη πολλών διηγημάτων του συγγραφέα γύρω από μία κοινή θεματική ραχοκοκαλιά τοποθετημένη χρονικά στο δικό μας παρόν. Αρπάζω λοιπόν την αφορμή για να μιλήσω όχι για τη σειρά, αλλά για το έργο του συγγραφέα, χωρίς να μιλήσω για τον συγγραφέα και χωρίς να κάνω spoilers. Αρπάζω την αφορμή να μη μιλήσω για πόλεμο, νεοεκλεγμένους ή κακώς κείμενα και αντί όλων αυτών να κάνω λογοτεχνική αναγωγή στη μονάδα. Τον άνθρωπο και την ψύχη του.
Τα διηγήματα λοιπόν, είναι σύντομα αλλά περιεκτικά με μία συμπυκνωμένη δύναμη να αποτυπώσουν την ανθρώπινη ψυχή. Κάθε ανθρώπινη ψυχή που μέσα της κυλούν υπόγεια τα σκοτεινά ρεύματα του κακού, που κάποια στιγμή ξεχειλίζει πάνω στις σελίδες της ιστορίας. Επαναλαμβανόμενο μοτίβο ο αναξιόπιστος αφηγητής (αλήθεια, ποιος είναι αξιόπιστος στις αφηγήσεις του;), ο οποίος πετάει το μπαλάκι στον αναγνώστη, τον αφήνει να κρίνει μόνος τους και να διαχωρίσει την πραγματικότητα -μέσα στη μυθοπλασία- από την φαντασία -μέσα στη μυθοπλασία. Πολυεπίπεδες γοτθικές ιστορίες με κανονικούς, καθημερινούς χαρακτήρες που καταλήγουν γκροτέσκοι -τι πιο τρομακτικό από το κανονικό που γίνεται γκροτέσκο;-. Σκοτεινό χιούμορ και ανθρώπινα πάθη. Γλώσσα κεντημένη λέξη λέξη, απέριττη μα μελωδική. Θα βρεις διηγήματα για τη χαμένη αγάπη, την τρέλα, την απώλεια της ανθρώπινης φύσης με την έλευση της μηχανής, θα βρεις τα πρώτα αστυνομικά μυθιστορήματα που έβαλαν τον σπόρο για τη γέννηση του Σέρλοκ Χόλμς, θα βρεις ποιητικές ιστορίες.
Βασικά δεν είμαι εγώ αυτή που θα σου πω τι θα βρεις. Διάλεξε και πάρε. Μάλλον διάβασε και πάρε ό,τι θέλεις από τις ιστορίες του Edgar Allan Poe, που αν και πεθαμένος, εξακολουθεί να είναι πολλά περισσότερα από συγγραφέας γοτθικού τρόμου.
Αντί πομπώδους επιλόγου: ενδιαφέρουσα πληροφορία αποτελεί το γεγονός ότι έργα του Poe μεταφράστηκαν για πρώτη φορά στα ελληνικά από τον Εμμανουήλ Ροϊδη, το 1877.
*Φωτογραφία εξωφύλλου: wikipedia