Η εποχή των αέναων κινήσεων καταδικάζει τα τείχη· όλων των ειδών.
Στον 20ο αιώνα, στην Ευρώπη, ένα ήταν το τείχος, το Τείχος του Βερολίνου. Κατασκευάστηκε στις 13 Αυγούστου 1961 για να εμποδίσει την φυγή προς το δυτικό Βερολίνο των κατοίκων του ανατολικού· άνοιξε στις 9 Νοεμβρίου 1989.
Η σκέψη, η ιδέα που κυριάρχησε στην Δύση τις τελευταίες δεκαετίες, μετά το 1990, ιδίως στην Ευρώπη, ήταν αυτή του «δίχως σύνορα», του «δίχως τείχη». Καταδίκαζε τα τείχη συγχέοντας συγχρόνως την έννοια τείχος με αυτή του συνόρου, κλειστού ή ανοικτού, απαγορευμένου ή ελεύθερου.
Το νόημα που έχει πάρει το «τείχος του αίσχους» (αυτό του Βερολίνου) είναι ενδεικτικό της εποχής μας όπου κυριαρχεί ο συναισθηματισμός, η απλοϊκότητα, η ιστορική σύγχυση και η απλοποίηση των θεμάτων.
Ας ξαναθυμήσουμε ότι δεν χτίστηκε για να εμποδίσει την είσοδο αλλά την έξοδο από την Ανατολική στην Δυτική Γερμανία.
Ήταν ένα τείχος-φυλακή.
Στη συνέχεια έγινε – λαθεμένα – το σύμβολο της αρχής και του τέλους του Ψυχρού Πολέμου. Είναι ανακριβές, γιατί ο Ψυχρός Πόλεμος είχε αρχίσει περίπου 15 χρόνια νωρίτερα και τελειώσει με την διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης τον Δεκέμβριο του 1991, δύο χρόνια μετά την πτώση του τείχους.
Σημειωτέον ότι οι Ανατολικογερμανοί, ήδη από το καλοκαίρι του ΄89, μπορούσαν να διαφύγουν από τη χώρα τους μέσω Ουγγαρίας ή Τσεχοσλοβακίας· σε ελάχιστο διάστημα έφυγαν εκατοντάδες χιλιάδες. Το τείχος δεν γκρεμίστηκε το 1989, το άνοιξαν οι συνοριακοί φύλακες, αποπροσανατολισμένοι, χαμένοι και αφημένοι στην τύχη τους, χωρίς οδηγίες από μία εξουσία διεφθαρμένη και αδύναμη όπου ο καθένας προσπαθούσε να σώσει τον εαυτό του.
Τρεις μόλις εβδομάδες αργότερα, ο Καγκελάριος της Δυτικής Γερμανίας Χέλμουτ Κολ εξέθεσε το σχέδιο του για την επανένωση της Γερμανίας.
Η πτώση του Τείχους δεν προκάλεσε την διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης· η εξασθένηση της και η άρνηση του Γκορμπατσόφ να χρησιμοποιεί βία έδωσε τη δυνατότητα για την πτώση του Τείχους.
Η δύναμη των εικόνων και της τηλεόρασης δημιούργησε συγχύσεις και παρερμηνείες. Όλος ο πλανήτης έβλεπε τους Βερολινέζους να σπάζουν με βαριοπούλες και φτυάρια το Τείχος, ήταν όμως την επόμενη και για να πάρουν μικρά κομματάκια για αναμνηστικά. Οπτικές ψευδαισθήσεις που συνεπάγονται ιστορικές ανακρίβειες…
Η αλλεργία που ένοιωθαν οι δυτικοευρωπαίοι για κάθε «τείχος», έφτασε να ισοδυναμεί και να εξομοιώνεται κατά κάποιο τρόπο με τα σύνορα (κλειστά, άδικα, σκληρά ), καλλιεργώντας μια αντίθεση «ιδεολογική» για οτιδήποτε θα μπορούσε να κλείνει ή να απαγορεύει, και δημιουργώντας μια αφελή χαλαρότητα σε οποιουδήποτε είδους ελέγχους (κυρίως συνοριακούς).
Η μακροχρόνια παραμέληση των εξωτερικών συνόρων της συνθήκης του Σένγκεν, η υποτονικότητα και η έλλειψη αυστηρότητας στον τρόπο αντιμετώπισης οποιοδήποτε «συνόρου» είναι συνέχεια του πνεύματος που δημιουργήθηκε μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου και της διάθεσης για πτώση όλων των εμποδίων που χωρίζουν τους λαούς και τους ανθρώπους.
Η όμορφη αυτή ψευδαίσθηση που δημιουργήθηκε μετά την πτώση του τείχους, σήμερα έρχεται αντιμέτωπη με την πραγματικότητα της έντονης μετανάστευσης. Τα μεγάλα και αδιάκοπα μεταναστευτικά ρεύματα, στην πλειονότητά τους μουσουλμάνοι σε μία εποχή που το Ισλάμ φανατίζεται, κάνουν τους ευρωπαίους εδώ και καιρό να βλέπουν με τελείως διαφορετικό βλέμμα τα ανοιχτά σύνορα και την έλλειψη σοβαρών μέτρων ελέγχου και ασφάλειας.
Πριν τριάντα χρόνια όλοι προτιμούσαν γέφυρες και όχι τείχη, σήμερα πια συμβαίνει το αντίθετο.
Ο φόβος της τρομοκρατίας, ιδίως μετά τα γεγονότα της 7ης Οκτωβρίου, ο μεγάλος αριθμός μεταναστών προερχόμενων από διαφορετικούς πολιτισμούς χωρίς αφομοιωτικές διαθέσεις, ανησυχεί και δημιουργεί καινούργια τείχη ιδεολογικά, φαντασιακά, συναισθηματικά, αληθινά.