Δεν είναι και τόσο εύκολο όσο ακούγεται να παρακολουθήσει κάποιος μεσήλικας (η μέση ηλικία είναι η μετά τη νεότητα, έτσι;) τη μουσική που ακούν οι έφηβοι και οι εικοσάρηδες, τη μουσική που παράγουν οι νέοι. Μάλλον ποτέ δεν ήταν εύκολο.
Πού έγκειται η δυσκολία στη σημερινή εποχή; πιστεύω στην σχεδόν πλήρη εγκατάλειψη της μελωδίας από τους νέους ως ένα μέσο συναισθηματικής κυρίως, αλλά και κρυμμένης μαθηματικής, απόλαυσης και κατ’ επέκταση θετικής επίδρασης στην ψυχοσωματική κατάσταση ενός ανθρώπου.
Ο πιο απλός ορισμός της μελωδίας είναι η διαδοχή φθόγγων διαφορετικής οξύτητας. Αυτό μπορεί να εκτείνεται από την διαδοχή λίγων φθόγγων σε μικρή έκταση που έχει μια μουσική απαγγελία (recitativo), μέχρι την πληρότητα που μας δίνει μια μελωδία των μεγάλων κλασικών ή ένα παραδοσιακό τραγούδι κλπ. Το ρετσιτατίβο εξυπηρετούσε πάντα την εκφορά λόγου δημιουργώντας ταυτόχρονα μια “ατμόσφαιρα” στις τελετουργίες, οπότε και στο θέατρο ως εξέλιξη τελετουργιών. Όμως σχεδόν πάντα στην τέχνη συνδυαζόταν και με τις ολοκληρωμένες μελωδίες μέσα σε ένα έργο. Πολύ σπάνια να ήταν μόνο του.
Αυτό που έχει γίνει στη νεανική μουσική στην Ελλάδα μετά την κρίση, είναι η πλήρης επικράτηση της απαγγελίας πάνω σε έναν φθόγγο με υπόκρουση μιας ρυθμικής και μοτιβικής λούπας. Ξεκίνησε βέβαια από την αμερικάνικη ραπ μουσική, αλλά έχει συνδυαστεί με πολλά άλλα είδη: απαγγελίες πάνω από χεβιμέταλ, ρέγγε, electronica κλπ. μοτίβα. Κύριος στόχος είναι η άμεση έκφραση των προβλημάτων των νέων ανθρώπων πάνω σε ένα ρυθμικό ελαχιστομελωδικό επαναλαμβανόμενο μοτίβο, το οποίο δημιουργεί την κατάλληλη ατμόσφαιρα (σε αυτό έχει βοηθήσει η εμπειρία και η ιστορία του μινιμαλισμού στη μουσική).
“Θέλω να τα πω” είναι ένα γνωστό τραγούδι του Άκη Πάνου στο ύφος ενός αμανέ. Όμως δεν τα είπε, τα έκανε τραγούδια. Οι νέοι της εποχής μας τα λένε. Κι είναι τόσα πολλά αυτά που έχουν να πουν που στοιβάζονται μέσα στα μέτρα μιας τετράλεπτης λούπας, βοηθώντας έτσι και την εκστασιακή πρόσληψή τους από τους ακροατές. Δεν τους ενδιαφέρει αν αυτό που θα πουν είναι ωραίο, αλλά αληθινό για αυτούς, να τους απασχολεί. Η ειλικρίνεια είναι το μεγάλο προσόν τους.
Αυτό που είναι εκτός εποχής εντελώς είναι η λυρικότητα. Αυτή η περίεργη εφεύρεση του 6ου π.Χ. αιώνα που ήταν η έκφραση της προσωπικής ματιάς με τη βοήθεια της ποίησης και της μελωδίας, και που από τότε δεν έπαψε να επανεμφανίζεται σε διαφορετικούς τόπους και εποχές, στο ελισσαβετιανό τραγούδι του 1600, στο Lied του 1820, στα τραγούδια του Θεοδωράκη. Σταδιακά από το 1955 η μελωδία αρχίζει να χάνει έδαφος από την κυρίαρχη μουσική επικαιρότητα, αν και υπήρχαν και αναλαμπές όπως οι Beatles, Simon & Garfunkel, Johny Mitchell και αρκετοί άλλοι εκείνη την εποχή, που δεν μπορούν όμως να αναιρέσουν τη μεγάλη εικόνα.
Βλέπω, λοιπόν, το χάσμα των γενιών, της προηγούμενης από τη δική μου και της επόμενης. Καλλιτεχνικά παίρνω το μέρος της προηγούμενης, της γενιάς της μελωδίας, όχι τόσο συναισθηματικά λόγω νοσταλγίας, αλλά συνειδητά, αναγνωρίζοντας κάθε φορά περισσότερο την αξία της. Ειδικά στο ελληνικό τραγούδι, που με τη λέξη που επέλεξε η γλώσσα να αντικαταστήσει το άσμα, δείχνει την προσπάθεια των τραγουδοποιών να χωρέσει η εντελέχεια μιας τραγωδίας σε 3-4 λεπτά.
*Φωτογραφία εξωφύλλου: Illustration by Julia Hasting, The ambient Walkman. / Copyright 2006 The New York Times Company