Η φρίκη μετά την επίθεση της Χαμάς και το θάνατο 1400 ισραηλινών αμάχων θυμάτων συνεχίζεται ένα μήνα αργότερα αλλάζοντας όμως στρατόπεδο.
Το νόμιμο δικαίωμα του Ισραήλ να υπερασπίσει την ασφάλεια του και να πολεμήσει την Χαμάς, η δικαιολογημένη οργή του, μεταφράζεται σε μία επίθεση που μέχρι στιγμής έχει στοιχίσει 10.000 ζωές· στην πλειονότητά τους άμαχοι και παιδιά (το 50% του παλαιστινιακού πληθυσμού είναι κάτω των 20 ετών).
Ο Νετανιάχου φαίνεται ότι αποφάσισε να ακολουθήσει μία πολιτική παροξυσμού μετατρέποντας έτσι την δικαιολογημένη αντίδραση του Ισραήλ και του λαού του και την στρατιωτική επίθεση για την εξάρθρωση της Χαμάς σε ένα άνομο και αδικαιολόγητο μακελειό.
Διότι αν για να εξαρθρώσεις μία τρομοκρατική οργάνωση θα πρέπει να σκοτώσεις πολλαπλάσιους αθώους αμάχους απ’ ότι τα μέλη της οργάνωσης που αρχικά στοχεύεις το σχέδιο σου είναι αποτυχημένο και δίνεις το δικαίωμα στους αντιπάλους σου να σκεφτούν ότι το κάνεις εσκεμμένα· γίνεσαι δηλαδή μία άλλη Χαμάς.
Είναι γνωστό το γεγονός ότι η Χαμάς χρησιμοποιεί τον άμαχο πληθυσμό σαν ασπίδα, ότι όλα τα κρησφύγετα της είναι κάτω από δημόσια κτίρια, σχολεία, νοσοκομεία και κατοικίες. 300 με 400 χιλιάδες άμαχοι βρίσκονται ακόμη στο βόρειο τμήμα της Γάζας· άλλοι δεν μπόρεσαν να φύγουν γιατί τους εμπόδισε η Χαμάς, άλλοι γιατί δεν ήθελαν.
Όταν αντιλαμβάνεσαι ότι στην στρατιωτική επιχείρηση οι «παράπλευρες απώλειες» (όπως κυνικά αποκαλούνται οι άμαχοι πληθυσμοί) είναι πολύ μεγαλύτερες από τον βασικό στρατιωτικό στόχο (εξάρθρωση της Χαμάς) αλλάζεις τακτική, γιατί γίνεται οφθαλμοφανές ότι κάτι λειτουργεί λάθος στον σχεδιασμό. Αλλά και ο βασικός στόχος, η εξάρθρωση της Χαμάς, είναι αδύνατο να επιτευχθεί σε αυτή τη στρατιωτική επίθεση, εφόσον η οργάνωση δεν βρίσκεται μόνο στην Γάζα αλλά και στη Συρία, το Λίβανο, η ηγεσία της είναι στο Κατάρ ή στην Τουρκία, μην ξεχνώντας επίσης ότι δεν είναι μόνο μία απλή στρατιωτική τρομοκρατική οργάνωση αλλά και μία ιδεολογία (Ισλαμιστική).
Ο Νετανιάχου δεν ακούει κανέναν, ακόμη και αυτούς που τον υποστηρίζουν, καταφέρνοντας να συσπειρώσει εναντίον του Ισραήλ ένα μεγάλο τμήμα της διεθνούς κοινής γνώμης, και όχι μόνο του μουσουλμανικού κόσμου.
Ο Νετανιάχου φαίνεται να παίζει το τελευταίο του χαρτί γι’ αυτό και γίνεται επικίνδυνος πρώτα και κύρια για το Ισραήλ, αλλά και για ολόκληρη την περιοχή.
Ο Μπάιντεν το είπε πολύ σωστά· «Μην κάνετε το ίδιο λάθος που κάναμε κι εμείς μετά την 11η Σεπτεμβρίου».
Οι πολιτικές δυνάμεις και η μερίδα του πληθυσμού που αντιτίθεται στην αδιέξοδη πολιτική του εδώ και χρόνια είναι κάτω από την επήρεια του σοκ της 7ης Οκτωβρίου. Όλοι συντάσσονται πίσω του γιατί δεν μπορούν να κάνουν διαφορετικά. Πρώτα προέχει η επιβίωση του Ισραήλ, γιατί για το λαό του τίθεται ζήτημα επιβίωσης, και μετά όλα τα υπόλοιπα. Οι μετριοπαθείς δυνάμεις, η ισραηλινή αριστερά, που πάντα ήτανε φιλική στην ιδέα της δημιουργίας παλαιστινιακού κράτους, όπως και μία μερίδα διανοούμενων, ανθρώπων της τέχνης, επιστημόνων, δημοσιογράφων, είναι «πιεσμένοι» από την κοινή γνώμη που επικροτεί την δυναμική επέμβαση του Ισραήλ· είναι η ώρα της εκδίκησης για πολλούς και κυρίως για τον πολιτικό σχηματισμό του Λικούντ και των κομμάτων της ακροδεξιάς που υποστηρίζουν τον Νετανιάχου. Έτσι η κλιμάκωση εντείνεται, είναι αυτό που επιδιώκει ο Νετανιάχου. Μέσα στην πλήρη αδιαλλαξία του και στην άρνηση κάθε συζήτησης για κατάπαυση του πυρός ή αλλαγή σχεδιασμού υπάρχει μόνο μία εξέλιξη στο λόγο του. Επηρεασμένος από την μοναδική δημοσκόπηση που έδειξε ότι προτεραιότητα για την ισραηλινή κοινή γνώμη ήταν η απελευθέρωση των ομήρων (49%) και όχι η εξάρθρωση της Χαμάς (29%) δήλωσε προχθές ότι θα σταματούσε τις επιθέσεις μόνο αν απελευθερωνόταν οι όμηροι.
Η πολιτική του Ισραήλ για τον εποικισμό των κατεχομένων, που σε ορισμένες περιοχές έχουν εντατικοποιηθεί λόγω της πολιτικής της ακροδεξιάς κυβέρνησης Νετανιάχου, είναι ένα από τα μεγαλύτερα λάθη του κράτους του Ισραήλ.
Το 2016 είχαν καταγραφεί 395.000 έποικοι σε 130 οικισμούς στην Δυτική Όχθη, πάνω από 200.000 έποικοι στην ανατολική Ιερουσαλήμ. Προς υπενθύμιση, υπάρχουν περίπου 13,8 εκατομμύρια Εβραίοι στον κόσμο. Πάνω από το 50% ζει στο Ισραήλ, 39% στις ΗΠΑ. Στα 8,5 εκατομμύρια κατοίκων του Ισραήλ το 20% είναι Άραβες. Οι Παλαιστίνιοι είναι λίγο λιγότεροι από 7 εκατομμύρια εκ των οποίων το 1,8 εκατομμύριο βρίσκεται στο Ισραήλ (όπου προσπαθούν να αρχίσουν να υπάρξουν πολιτικά και στην Κνεσετ, το ισραηλινό κοινοβούλιο) και 5 εκατομμύρια εκτός Ισραήλ. Οι δηλώσεις ή οι καταδικαστικές διεθνείς πολιτικές ή δικαστικές αποφάσεις αγνοούνται τελείως από το Ισραήλ, το οποίο καταφέρνει να περνά στην Δύση τις καμπάνιες εμπάργκο, ενάντια στα προϊόντα που προέρχονται από οικισμούς των παράνομα κατεχόμενων εδαφών, σαν καμπάνιες εχθρικές προς το Ισραήλ ή σαν έκφραση αντισιωνισμού.
Όσο οι εξτρεμιστές κυριαρχούν στις δυο πλευρές η εύρεση πολιτικής λύσης θα φαντάζει αδύνατη.
Λες και υπάρχει μία σιωπηρή σύμβαση ανάμεσα στους εξτρεμιστές Ισραηλινούς εποίκους και τους εξτρεμιστές της Χαμάς να πυροδοτούν και οι δύο εντάσεις πνίγοντας τις μετριοπαθείς φωνές.
Στο Ισραήλ η κυριαρχία του Νετανιάχου παραμένει εδώ και πάνω από 20 χρόνια (εκλέχθηκε για πρώτη φορά το 1996 και από τότε μέχρι σήμερα τέσσερις φορές) και όσο περνάει ο καιρός η γραμμή του δεξιού κόμματος Λικούντ γίνεται όλο και πιο σκληρή και φανατική.
Από την άλλη πλευρά ας υπενθυμίσουμε ότι η Χαμάς είναι μία ακροδεξιά φασιστική οργάνωση (κάτι σαν τη Χρυσή Αυγή)· ας μην το ξεχνάμε.
Καταπιέζει τον παλαιστινιακό λαό, τον εργαλειοποιεί, διαχειρίζεται τα εκατοντάδες εκατομμύρια που δίνονται σαν βοήθεια από την Ευρώπη, τις ΗΠΑ και τα αραβικά κράτη (όλα δικτατορίες)· αντί να κάνει σχολεία, νοσοκομεία και υποδομές προτιμά να ανοίγει υπόγεια τούνελ και να κατασκευάζει ή να αγοράζει ρουκέτες. Όλα αυτά είναι γνωστά όπως επίσης και η υποκρισία των αραβικών κρατών που βολεύονται πολύ από την επίθεση του Ισραήλ ενάντια στην Χαμάς, την οποία μισούν η Σαουδική Αραβία, η Ιορδανία, τα αραβικά Εμιράτα αλλά και η Παλαιστινιακή εξουσία που βρίσκεται στην Δυτική Όχθη.
Όσο κακό κάνει ο Νετανιάχου στο Ισραήλ, άλλο τόσο κάνει και η Χαμάς στη Γάζα.
Μία μικρή ιστορική διαδρομή του Ισραήλ από το 1948 και έκτοτε.
Το 1948 ο Νταβίντ Μπέν Γκουριόν ιδρύει το κράτος του Ισραήλ έχοντας αποδεχτεί το σχέδιο του ΟΗΕ για το μοίρασμα της Παλαιστίνης που προέβλεπε δύο διαφορετικά κράτη, ένα εβραϊκό και ένα παλαιστινιακό. Οι αραβικές χώρες το απορρίπτουν αμέσως διαβλέποντας σ’ αυτό την συνέχιση της αποικιοκρατικής πολιτικής και μιας επιπλέον προδοσίας της Μεγάλης Βρετανίας.
Δημιουργείται ένα κοσμικό κράτος, παρότι η θρησκευτική επίδραση είναι έντονη, ο νόμος του κράτους έρχεται από τη οικουμενική λαϊκή πλειοψηφία η οποία θα είναι κυρίαρχη και όχι την Τορά (ότι είναι το Κοράνι για το Ισλάμ, είναι και η Τορά για τους Εβραίους). Εδραιώνει τους δημοκρατικούς και κοινοβουλευτικούς θεσμούς, στις εκλογές ισχύει το σύστημα της καθολικής απλής αναλογικής το οποίο ευνοεί την ύπαρξη πολλών μικρών κομμάτων που εκπροσωπούνται στην βουλή, σχεδόν όλες οι κυβερνήσεις είναι κυβερνήσεις συνασπισμού πολλών κομμάτων. Από το 1947 που γίνονται οι πρώτες βουλευτικές εκλογές μέχρι το 1977 τις κερδίζει πάντοτε η αριστερά η οποία και κυβερνά. Το κοινωνικό οικονομικό μοντέλο είναι σοσιαλδημοκρατικό. Το Ισραήλ δεν γίνεται ποτέ αποδεκτό από τους Άραβες γείτονες του και από την στιγμή της ίδρυσης του δέχεται χιλιάδες επιθέσεις και ενέργειες σαμποτάζ στο εσωτερικό του που προκαλούν εκατοντάδες θύματα.
Το Ισραήλ κερδίζει όλους τους πολέμους που κάνει με τους γείτονες του όντας τις περισσότερες φορές αμυνόμενο.
Ο πόλεμος του 1967 μεταφράζεται σε έλεγχο του Ισραήλ στην ανατολική Ιερουσαλήμ, την Δυτική Όχθη, την κυριαρχία στο Σινά και στα υψώματα του Γκολάν.
Η απόφαση 242 του ΟΗΕ ζητά την απόσυρση του Ισραήλ από τα καινούργια εδάφη που ήρθαν στην κατοχή του, τα κατεχόμενα αυτά ήταν εδάφη τα οποία το σχέδιο του ΟΗΕ του 1947 προέβλεπε ότι θα ανήκουν στο παλαιστινιακό κράτος αν οι Παλαιστίνιοι το είχαν τότε αποδεχθεί.
Έξι χρόνια αργότερα το Ισραήλ ξανά κερδίζει τον πόλεμο του Κιπούρ. Επεκτείνεται ακόμη περισσότερο προσαρτώντας κι άλλα εδάφη· τα κατεχόμενα αυξάνονται.
Ο ΟΗΕ το καταδικάζει με την απόφαση 338 και ζητάει εκ νέου την απόσυρση του Ισραήλ το οποίο εκ νέου την αγνοεί.
Ένα μεγάλο λάθος του Ισραήλ.
Η εμμονή του Ισραήλ για εποίκιση των κατεχομένων και η κατά καιρούς σκλήρυνση της πολιτική του και η αδιαλλαξία ορισμένων κυβερνήσεων του είναι μία από τις αιτίες της διαρκούς έντασης στην περιοχή.
Νιώθοντας την διαρκή απειλή όλων των αραβικών κρατών που το περικλείουν, από την πρώτη μέρα της ίδρυσης του, την φανατική άρνηση του αραβικού κόσμου και των παλαιστινίων να το αναγνωρίσουν, και υπό την επήρεια του κόμματος του Λικούντ (σκληρή δεξιά) υπό την σκέπη του οποίου ο Μεναχίμ Μπεγκίν ξαναενώνει όλα τα ρεύματα της δεξιάς, το Ισραήλ θα γίνει όλο και πιο ακραίο, πιο εθνικιστικό, πιο θρησκευτικό· οι εθνικιστές με τους φανατικούς θρησκευόμενους έχουν βέβαια μεγάλες διαφορές.
Το δεξιό κόμμα του Λικούντ θα έχει μία ολοένα αυξανόμενη επίδραση που θα μεταμορφωθεί σε κυριαρχία τις επόμενες δεκαετίες. Η κοινωνία θα συντηρητικοποιηθεί ακόμη περισσότερο στις αρχές της δεκαετίας του ΄90 με την άφιξη Εβραίων από την πρώην Σοβιετική Ένωση αμέσως μετά την διάλυση της. Πάνω από 1.200.000 Εβραίοι, πρώην σοβιετικοί πολίτες, θα μετοικήσουν στο Ισραήλ (περίπου το 20% του μέχρι τότε ντόπιου πληθυσμού). Η άφιξη αυτή των πληθυσμών θα αλλάξει τον συσχετισμό των πολιτικών δυνάμεων του Ισραήλ. Οι πρώην Σοβιετικοί Εβραίοι ούτε που θέλουν να ακούσουν για αριστερά και σοσιαλισμό και ψηφίζουν δεξιά ή ακροδεξιά κόμματα στην Κνεσέτ .
Οι μετριοπαθείς αριστερές δυνάμεις του Ισραήλ που πάντοτε προωθούσαν την φιλία με τους Παλαιστινίους, υποστήριζαν την πολιτική για την δημιουργία δύο κρατών, πίστευαν σε μία τέτοια προοπτική και κυρίως την έβλεπαν σαν την μόνη διέξοδο για μια ειρηνική συνύπαρξη των δύο λαών, θα γίνουν σταδιακά μειοψηφία.
Το δεξιό κόμμα του Λικούντ είχε σαν ηγέτες των Χιτζάκ Σαμίρ, τον Άριελ Σάρον, και τον Μπενιαμίν Νετανιάχου ο οποίος έχει συμμαχήσει με ακραία και φανατικά ακροδεξιά και θρησκευτικά κόμματα που δεν αποδέχονται τα παλαιστινιακά αιτήματα, δεν τους ενδιαφέρει κανένα σχέδιο ίδρυσης παλαιστινιακού κράτους παρά μόνο η στρατιωτική ενδυνάμωση του Ισραήλ, η συνέχεια του εποικισμού των κατεχομένων και της κυριαρχίας τους επί των Παλαιστινίων. Ο ηγέτης των εργατικών (αριστερά) πρωθυπουργός του Ισραήλ Ιτζάκ Ράμπιν, η ηγετική φυσιογνωμία της αριστεράς, ένας σκληρός στρατιωτικός, ήρωας του πολέμου των έξι ημερών, τελικά πείστηκε για την αναγκαιότητα της ύπαρξης ενός παλαιστινιακού κράτους, άρχισε τις διαπραγματεύσεις με έναν πρώην άσπονδο, δηλωμένο εχθρό του Ισραήλ τον Αραφάτ, έδωσαν τα χέρια στο Όσλο, δολοφονήθηκε εν τέλει από έναν Εβραίο εξτρεμιστή που τον ενθάρρυναν ραβίνοι εξτρεμιστές. Δύο ηγέτες των εργατικών ο Σιμόν Πέρες και ο Εούντ Μπαράκ ήταν στο ίδιο μήκος κλίματος με τον Ράμπιν, πεπεισμένοι για την αναγκαιότητα της ύπαρξης ενός παλαιστινιακού κράτους. Το ίδιο και ο δεξιός Αριέλ Σαρόν ο όποιος από σκληροπυρηνικός του Λικούντ, αποφάσισε να το εγκαταλείψει, κι ας ήταν από τα ιστορικά του ιδρυτικά στελέχη, όταν πείστηκε ότι το Λικούντ θα ήταν πάντα αντίθετο σε κάθε εδαφικό συμβιβασμό με τους Παλαιστινίους. Δημιούργησε το κεντρώο κόμμα Καντίμα προετοιμάζοντας το έδαφος για συμφωνία και ειρήνη· ήταν αυτός που κατέστρεψε εβραϊκούς οικισμούς στη Γάζα και αποφάσισε την εκκένωση τους από τους Ισραηλινούς εποίκους ερχόμενος αντιμέτωπος με ένα μεγάλο τμήμα της ισραηλινής κοινής γνώμης και τους ίδιους του τους ψηφοφόρους. Αυτό το θετικό κλίμα για την ειρήνη σταμάτησε με τα δύο εγκεφαλικά που υπέστη και το κώμα στο οποίο υπέπεσε· θα πεθάνει το 2014.
Σήμερα το Ισραήλ έχει την σχεδόν καθολική και αυτόματη υποστήριξη των ΗΠΑ, εκφοβίζει τους ευρωπαίους όταν αυτοί δειλά και με μισόλογα συνηγορούν σε μία λύση με την ύπαρξη δύο κρατών.
Από την πλευρά του ο Αραφάτ ως αδιαμφισβήτητος ηγέτης της οργάνωσης για την απελευθέρωση της Παλαιστίνης έκανε σημαντικά βήματα προς την κατεύθυνση μιας ειρηνικής λύσης (αν σκεφτούμε από που άρχισε και πως εξελίχθηκε), όμως οι ασάφειες, οι ανικανότητες, οι διαφωνίες, οι διαιρέσεις των παλαιστινίων και τα αντικρουόμενα συμφέροντα του αραβικού κόσμου τελικά εξυπηρέτησαν το Ισραήλ.
Το παλαιστινιακό έγινε ένα παιχνίδι στα πολιτικά σχέδια και συμφέροντα των ηγεσιών του αραβικού κόσμου· οι απειλές του Ιρανού Αχμαντινεζάντ και των μετά από αυτόν ηγετών του Ιράν, που τελικά έφεραν πιο κοντά το Ισραήλ και την Σαουδική Αραβία, έθρεψαν και ενθάρρυναν στο Ισραήλ την πιο σκληρή και πιο αδιάλλακτη πολιτική γραμμή του.
Ο Τραμπ για να κολακέψει την εκλογική του βάση που αποτελούνταν από πολλούς Ευαγγελιστές – πολύ πιο σκληρούς και από το λόμπι των ισραηλινών του Λικούντ – έδωσε μια σαφή υποστήριξη στους πιο ακραίους ισραηλινούς που πιστεύουν ότι έχουν νικήσει και ότι θα μπορούσαν να επιβάλλουν στους κατακερματισμένους παλαιστίνιους (και με την ανοχή της Σαουδικης Αραβιας) όλο και πιο απελπιστικές συνθήκες που θυμίζουν απαρχάιντ. Αν και το ψευτοσχέδιο του Τραμπ προέβλεπε για τα μάτια του κόσμου ένα μικρό παλαιστινιακό κράτος, ακόμη και αυτό είναι αδιανόητο για τις ακραίους ισραηλινούς εθνικιστικές που κυριαρχούν.
Το Ισραήλ έχει δίκαιο να ανησυχεί για την ύπαρξη του και την επιβίωση του, περιτριγυρισμένο από εχθρικά κράτη που από την πρώτη στιγμή της ίδρυσης του θέλουν την εξαφάνιση του, και τις ρουκέτες να πέφτουν διαρκώς στο έδαφος του εδώ και δεκαετίες. Ας μην ξεχνάμε ότι το Ισραήλ είναι η μόνη κοινοβουλευτική δημοκρατία δυτικού τύπου περιτριγυρισμένη από αυταρχικά δικτατορικά καθεστώτα.
Όσο και να προσπαθεί να είναι στρατιωτικά δυνατό, τεχνολογικά και οικονομικά ισχυρό για την αντιμετώπιση των κινδύνων, θα νοιώσει πραγματικά ασφαλές όταν οι αραβικοί λαοί, και όχι μόνο οι ηγεσίες τους, θα το έχουν αναγνωρίσει και θα το έχουν αποδεχτεί σαν γείτονα.
*Φωτογραφία εξωφύλλου: Ένας Ισραηλινός στρατιώτης ακουμπά το κεφάλι του στην κάννη του πυροβολικού ενός τεθωρακισμένου οχήματος καθώς Ισραηλινοί στρατιώτες παίρνουν θέσεις κοντά στα σύνορα με τη Γάζα στο νότιο Ισραήλ στις 9 Οκτωβρίου. Jack Guez/AFP μέσω Getty Images