Όσοι λοιπόν από εσάς διαβάσατε το πρώτο μέρος την προηγούμενη εβδομάδα, είμαι σίγουρη ότι εναγωνίως περιμένετε να διαβάσετε τη συνέχεια. Όπερ και γενήσεται γιατί δεν χαλάω χατίρια.
Ο Θάνατος λοιπόν όσο κι αν μια ζωή προσπαθούμε να τον αποφύγουμε, μας τριγυρνάει ακόμα στον καθημερινό μας λόγο: «Πέθανα στην κούραση» θα πεις για να δείξεις πόσο κουρασμένος είσαι, «Θα με πεθάνεις εσύ» θα πει η μαμά στο παιδί της για να εκφράσει την έντονη ανησυχία ή τη δυσαρέσκειά της. Θα μιλήσεις για θανατηφόρα ομορφιά αλλά και για μία femme fatale, θέλοντας να τονίσεις την ομορφιά και το στυλ της. «Πεθαίνω για σένα» έλεγε ο Λαυρέντης, το ίδιο θα πεις κι εσύ σε κάποιον που επιθυμείς διακαώς, όπως επίσης θα πεις «Πεθαίνω για την καρμπονάρα σου» για να δείξεις πόσο πολύ θέλεις να φας την καρμπονάρα του/της (σχεδόν 1000 θερμίδες η καρμπονάρα, το νου σου).
Αν το καλοσκεφτείς είναι λιγουλάκι οξύμωρο το σχήμα αυτού του λόγου: χρησιμοποιούμε την έννοια του θανάτου στον λόγο μας προσδίδοντας της αυξητικές ή ακόμα και θετικές συνδηλώσεις. Για άλλη μια φορά με μαγεύει η γλώσσα, και με μαγεύει το πώς καθρεφτίζει αυτή την ανθρώπινη ανάγκη να ξορκίσει το «κακό» και ακόμα και να του προσδώσει κάτι θετικό, μέσα από τη μεταφορική χρήση της γλώσσας..
Δεν πρόκειται όμως να μας λυπηθεί ο θάνατος επειδή τον χρησιμοποιούμε στη γλώσσα μας εκτενώς. Τουλάχιστον όχι σε αυτόν τον κόσμο. Σε κάποιον άλλον μπορεί.
Όπως στον κόσμο του Terry Pratchett. Πολυγραφότατος συγγραφέας από τη Γηραιά Αλβιώνα, έγραψε πάνω από 70 βιβλία που ανήκουν κυρίως στο είδος του φανταστικού (fantasy comedy). Λογοπλάστης, πολύ διαβασμένος, με απύθμενο αγγλικό χιούμορ και μεγάλες δόσεις σαρκαστικής διάθεσης, καθηλώνει με τα βιβλία του τους λάτρεις του είδους. Πούλησε πάνω από 100 εκατομμύρια βιβλία σε όλον τον κόσμο ενώ έχει μεταφραστεί σε παραπάνω από 40 γλώσσες.
Η σειρά του, Discworld, μιλά για έναν κόσμο που είναι επίπεδος (χα!) και προχωράει από το άπειρο στο άπειρο πάνω σε πέντε γιγάντιους ελέφαντες, οι οποίοι με τη σειρά τους στέκονται πάνω σε μία τεράστια χελώνα. Ναι, παίρνει στοιχεία από την Ινδουιστική κοσμολoγία, όπως παίρνει στοιχεία από πολλές διαφορετικές κουλτούρες, αλλά και από κλασσικές στιγμές της λογοτεχνίας και του πολιτισμού γενικότερα. Όμως ο τρόπος με τον οποίο παίζει με αυτές τις έννοιες είναι κάτι πολύ παραπάνω από fantasy comedy. Πάνω σε αυτόν το δίσκο λοιπόν υπάρχει ένας ολόκληρος κόσμος με μάγους, μάγισσες, μυθικά πλάσματα, ακαδημαϊκούς, πολιτικούς, αστυνομικούς, θρησκευτικούς αρχηγούς και θεούς, οπαδούς, επιχειρηματίες και απατεώνες. Υπάρχει μουσική, κινηματογράφος, όπερα. Υπάρχει προκατάληψη, εκμετάλλευση, υπάρχουν πόλεμοι και διαδηλώσεις, καυγάδες, δολοπλοκίες και έρωτες. Είναι με άλλα λόγια ένας ολοκληρωμένος κόσμος.
Ανάμεσα λοιπόν στις έννοιες που τριγυρίζουν στον κόσμο του Discworld είναι και ο θάνατος, τον οποίο έχει μεταμορφώσει σε μία πολύ συμπαθητική φιγούρα: αποτελεί καρικατούρα του Χάρου, συμπαθεί τους ανθρώπους, όμως είναι κοινωνικά αμήχανος. Μιλάει πάντα με μικρά κεφαλαία γράμματα και στην ουσία δεν είναι αυτός που σκοτώνει τους ανθρώπους, αλλά αυτός που μαζεύει την ενέργεια των ψυχών τους, όταν η κοσμική τους κλεψύδρα αδειάσει εντελώς. Αυτό είναι το καθήκον του, το οποίο κάποια στιγμή οι προϊστάμενοί του, εξωτερικοί παρατηρητές του κόσμου, κρίνουν ότι δεν κάνει σωστά γιατί νοιάζεται για τους ανθρώπους και δεν είναι μέγιστα αποδοτικός. Για να τον τιμωρήσουν λοιπόν, τον κάνουν θνητό, στο 11ο βιβλίο Discworld, το Reaper Man.
Γίνεται ένας χαμός όπως μπορείτε να φανταστείτε. Ο Death καταλήγει να γίνει αγρότης και βοηθάει μια ηλικιωμένη γριούλα στο αγρόκτημά της, ενώ παράλληλα ο κόσμος πλυμμυρίζει από ψυχές ανθρώπων που δεν έχουν που να πάνε, ενώ περιμένουν τον επόμενο θάνατο να αναλάβει τα καθήκοντά του. Δεν θέλω να μπω σε περισσότερες λεπτομέρειες, γιατί θέλω να κινήσω το ενδιαφέρον των βιβλιόφιλων, το μόνο στο οποίο θέλω να εστιάσω είναι η φιλικά προσκείμενη φύση του θανάτου προς τον άνθρωπο, που δεν είναι κακός, απλά κάνει τη δουλειά του, όπως όλοι μας, τρέφοντας αντιπάθεια για τους προιστάμενους του αλλά και τη Λήθη, την οποία επιθυμεί να εξαλείψει. Λουφάρει ενίοτε ή ξεμυαλίζεται με διάφορα έκτακτα που προκύπτουν (όπως το να αναλάβει το ρόλο του Άγιου Βασίλη, όταν αυτός πέφτει θύμα απαγωγής μέσα στις γιορτές΄-άλλο βιβλίο αυτό, The Hogfather ), παραμένει όμως δίπλα στις ψυχές των ανθρώπων όταν τελικά αυτοί πεθαίνουν και τις συνοδεύει με μια αμήχανη στοργή στην άλλη πλευρά.
Ο Pratchett έφτιαξε τον θάνατο στα δικά του χιουμοριστικά μέτρα, όπως τον φαντάστηκε και μάλλον όπως ήλπιζε να τον βιώσει. Ο Sir Terry Pratchett, τα τελευταία χρόνια της ζωής του έπασχε από Αλτσχάιμερ και ενώ συνέχισε να γράφει -με βοήθεια φυσικά, ήθελε να πεθάνει, υποστήριζε μάλιστα το δικαίωμα στον υποβοηθούμενο θάνατο (assisted death), όπως προτιμούσε να τον χαρακτηρίζει. Πέθανε εν τέλει στα 66 του και την αναγγελία του θανάτου την είχε ήδη προγραμματίσει, ζητώντας από τον αγαπημένο του βοηθό να γράψει στην πλατφόρμα που τώρα ονομάζουμε Χ:
At last, Sir Terry, we must walk together.
Terry took Death’s arm and followed him through the doors and on to the black desert under the endless night.
The End.
Ένα τέτοιο τέλος, για εμάς που είμαστε ακόμα εδώ, δημιουργεί για ακόμα μια φορά θετικές συνδηλώσεις στην έννοια του θανάτου. Η λογοτεχνία σε αυτή την περίπτωση παρουσιάζει χιουμοριστικά το χάος (να τος πάλι ο παππούς της ελληνικής μυθολογίας που λέγαμε στο #1) που δημιουργείται όχι όμως εξαιτίας του θανάτου, αλλά λόγω της υποχρεωτικής απουσίας του. Η προσωποποίηση του θανάτου ως συνοδό με ενσυναίσθηση και βαθύ ενδιαφέρον για την ανθρώπινη φύση, ακόμα και μέσα σε ένα λογοτεχνικό πλαίσιο φαντασίας, μαλακώνει για άλλη μια φορά αυτό το κλακ του διακόπτη που κατεβαίνει για μία μόνο φορά.
*Φωτογραφία εξωφύλλου: Photograph: Brad Wakefield/SWNS.com