Μια οικογένεια δολοφονείται μπροστά στα μάτια του μικρότερου της παιδιού. Για να πάρει το αγόρι εκδίκηση για τις δολοφονίες χρόνια αργότερα, ένας τρόπος υπάρχει. Να γίνει κομμάτι της Οργάνωσης. Η αστυνόμος Τρύπη, με την ομάδα του Τμήματος Εγκλημάτων Κατά Ζωής, καλείται να εξιχνιάσει την δολοφονία του εισαγγελέα Πάρη Τρωάδη. Αυτή θα είναι μόνο η αρχή, αλλά για να καταφέρει να λύσει το μυστήριο, η Τρύπη θα χρειαστεί εκτός από τον φραπέ που φέρει την σφραγίδα του ονόματός της, να σκάψει όσο πιο βαθιά γίνεται για να φτάσει στα άδυτα της Οργάνωσης.
Η Οργάνωση έχει πολλά συνώνυμα. Μαφία, οργανωμένο έγκλημα, υπόκοσμος, παρακράτος…όποιο κι αν είναι όμως το όνομα που δίνει ο αναγνώστης, το αποτέλεσμα είναι το ίδιο. Η Οργάνωση έχει καταφέρει να ελέγξει κάθε πλευρά του οργανωμένου εγκλήματος και να φτάσει ψηλά, έχοντας στο τσεπάκι της κρυφούς άσους. Στην αστυνομία, το δικαστικό σύστημα, την πολιτική, την δημοσιογραφία. Και είναι πράγματι εξαιρετικά επιτυχημένη η επιλογή του τίτλου από τον συγγραφέα Γρηγόρη Αζαριάδη, αφού το οργανωμένο έγκλημα για να πετύχει τους σκοπούς του απαιτεί, εκτός από την πίστη των μελών του, μια συγκεκριμένη ιεραρχία στους κύκλους του, δηλαδή μια απίστευτη οργάνωση. Το έγκλημα άλλωστε είναι μια δουλειά όπου δεν επιτρέπονται τα λάθη, γιατί κάθε λάθος κοστίζει εκτός από χρήμα και τη ζωή σου.
Ο συγγραφέας καταφέρνει από την πρώτη στιγμή να δώσει μια έμμεση, αλλά ξεκάθαρη απάντηση στα ερωτήματα που βασανίζουν τον αναγνώστη ή λίγο πολύ όλους μας, όπως πώς γίνεται να δολοφονείται ένας δημοσιογράφος μέρα μεσημέρι μέσα στο δρόμο χωρίς να βρίσκεται ο ένοχος, πώς ένα έγκλημα μπορεί να μένει ατιμώρητο για χρόνια με τη στάμπα του ανεξιχνίαστου πάνω στον φάκελο, ποιοι μπορεί να βρίσκονται πίσω από επεισόδια σε διαδηλώσεις, που σε τελική έρχονται να εξυπηρετήσουν συγκεκριμένες πολιτικές ξυπνώντας τον φόβο μέσα στους απλούς πολίτες. Το ερώτημα που τίθεται εξ αρχής είναι αν το οργανωμένο έγκλημα μπορεί να υπάρξει και να επιβιώσει χωρίς την ανοχή, ή αν θέλετε την συνδρομή και τη βοήθεια της εξουσίας. Και η απάντηση είναι πως όχι. Γιατί μέσα από τις σελίδες αυτού του εξαιρετικού κοινωνικοπολιτικού μυθιστορήματος, γίνεται προφανές ότι το έγκλημα δεν έχει σύνορα, δεν έχει κοινωνική τάξη, ούτε πολιτικό πρόσημο ή ιδεολογία. Το έγκλημα είναι μια μπίζνα που εξυπηρετεί συμφέροντα, σκοπό έχει το κέρδος και ο καλός επιχειρηματίας δεν κάνει εξαιρέσεις, δεν διαλέγει πλευρά. Από αυτή την άποψη, το μυθιστόρημα, αν και προϊόν μυθοπλασίας διακρίνεται για τον άπλετο ρεαλισμό του και φέρνει τον αναγνώστη αντιμέτωπο με την δυστοπική πραγματικότητα.
Και αυτό γίνεται χωρίς την κλασσική, γραμμική εξιστόρηση γεγονότων. Ο Γρηγόρης Αζαριάδης, αυτή τη φορά μας ταξιδεύει από το παρελθόν στο παρόν και το αντίστροφο, έρχεται δηλαδή να παίξει και να τοποθετήσει τους χρόνους με τέτοιο τρόπο που κάθε κεφάλαιο, κάθε παράγραφος αποτελούν μια σκηνοθετημένη πράξη του δράματος. Οι χρόνοι εναλλάσσονται και συνθέτουν με τους φρενήρεις ρυθμούς της πλοκής μια αβίαστη και ζωντανή οπτικοποίηση των σκηνών. Η Οργάνωση είναι ένα ξέφρενο pas de deux μεταξύ παρελθόντος και παρόντος, Καλού και Κακού, Φωτός και Σκοταδιού, ένα σκοτάδι που οι ήρωες καλούνται να πολεμήσουν μέχρι τέλους.
Όσο σκληρός κι αν είναι ο κεντρικός κορμός του μυθιστορήματος, ο Γρ. Αζαριάδης καταφέρνει ακόμη μια φορά να αποτίνει φόρο τιμής σε όλους τους μεγάλους αστυνομικούς συγγραφείς για μια ακόμη φορά. Πώς γίνεται να ξεχάσει κάποιος άλλωστε ήρωες όπως την Βάλενταλ στο προηγούμενο βιβλίο του, την Παραπλάνηση, ένα όνομα που προκύπτει από τους Σουηδούς Περ Βαλέε και τον Άρνε Νταλ ή τον Ιωάννη Πατρίκιο, από τον Jean – Patrick Manchette; Έτσι κι αυτή τη φορά, τα ονόματα γίνονται κομμάτι της δημιουργικότητάς του και βλέπουμε ήρωες αυτή τη φορά όπως τον ιδιωτικό ερευνητή Πουαρίδη, τον Γιώργο Μαιγκρέ και τον Γιώργο Σιμενό να αναδύονται από τις σελίδες μαζί με τον Λόκι και τον Όντιν, τον Αλτσχάϊμερ και τον Πάντσο, το Αφεντικό αλλά και τους Επενδυτές που έχουν ονόματα από το Άλφα έως το Ζήτα. Τα ονόματα είναι αναπόσπαστο κομμάτι των ρόλων και χορεύουν με το ιδιαίτερο, εκρηκτικό χιούμορ του συγγραφέα. Ένα χιούμορ της ατάκας, πηγαίο και χειμαρρώδες. Το χιούμορ αποτελεί μια αντιβιοτική ένεση απέναντι στην σκληρότητα του θέματος που πραγματεύεται το βιβλίο.
Και είναι το χιούμορ, η αμεσότητα και ο πληθωρικός του χαρακτήρας του Γρηγόρη Αζαριάδη που κάνουν την συνέντευξη όχι μια απλή συνέντευξη, αλλά μια ενδιαφέρουσα φιλική και χαλαρή συζήτηση.
Οι Παλιοί Λογαριασμοί, το πρώτο σου βιβλίο, που επανεκδόθηκε πρόσφατα από τις εκδόσεις BELL, γράφτηκε πριν από χρόνια. Περίμενε όμως αρκετά μέχρι να εκδοθεί και να βγει στα ράφια των βιβλιοπωλείων. Γιατί;
Οι Παλιοί Λογαριασμοί γράφτηκαν πριν από 35 χρόνια. Είναι δηλαδή ένα βιβλίο που κανονικά έπρεπε να έχει πάρει σύνταξη. Ήταν μια απόπειρα να γράψω ένα αστυνομικό μυθιστόρημα, επειδή λάτρευα το αστυνομικό μυθιστόρημα από μικρός. Έμεινε 35 χρόνια χωρίς να εκδοθεί, γιατί δούλευα σε διάφορες εταιρείες, είχα άλλες ασχολίες, ποτέ δεν μπήκε στο μυαλό μου η ιδέα να εκδοθεί αυτό το βιβλίο. Όταν μετά από 35 χρόνια και συγκεκριμένα το 2010 έμεινα άνεργος, η πρώτη μου σκέψη ήταν να αυτοκτονήσω. Η δεύτερη ήταν αντί να αυτοκτονήσω, να κάτσω να ασχοληθώ λίγο με τους Παλιούς Λογαριασμούς, να κάνω μια επικαιροποίηση – μ’ αρέσει αυτή η λέξη – να δώσω στο κείμενο μια άλλη μορφή και να προσπαθήσω να το εκδώσω. Έτσι λοιπόν, με ανά χείρας το επικαιροποιημένο κείμενο, βρήκα τον αείμνηστο Σάμη Γαβριηλίδη με τον οποίο ήμασταν φίλοι πριν χρόνια, του έδωσα το κείμενο, μου είπε «θα το δω αν μπορεί να εκδοθεί, διαβάζω μια παράγραφο». Όντως διαβάζει την πρώτη παράγραφο, και μετά την πρώτη παράγραφο, αμέσως μου είπε «αν κάνεις αυτό που λέω, ακολουθήσεις τις οδηγίες μου, θα εκδώσουμε το βιβλίο». Όπως και έγινε, προς μεγάλη έκπληξή μου.
Τί ήταν αυτό που σου έδωσε τότε την ώθηση να γράψεις;
Η ηλικία που γράφτηκαν οι Παλιοί Λογαριασμοί – ήμουν στο στρατό εκείνη την εποχή, 26 χρονών, μεγάλη επαναστατικότητα – τα έτη 1975-76, μετά την μεταπολίτευση ήταν αρκετά σκληρά. Είμαι φοιτητής τότε, έχω εγκαταλείψει το Πολυτεχνείο για πολλούς λόγους, φοιτητής στο Αμερικάνικο Κολλέγιο. Εκεί λοιπόν γίνεται μια τεράστια αποχή, και το Κολλέγιο, η μητρόπολη του καπιταλισμού, μένει κλειστό για οκτώ μήνες και στην διάρκεια αυτής της αποχής, γεννιέται ένα αντιεξουσιαστικό κίνημα, του οποίου παίξαμε κι εμείς κάποιο μικρό ρόλο. Ξεκινάμε λοιπόν με μια πραγματική ιστορία, από την ιστορία της αποχής στο Κολλέγιο, του κλεισίματος για οκτώ μήνες και την εξέλιξη μιας παρέας που πρωταγωνίστησε σε αυτήν την επαναστατική ενέργεια.
Η Agatha Christie είχε πει πως «όταν πρόκειται για μεγάλα χρηματικά ποσά, καλό είναι να μην εμπιστεύεσαι κανέναν». Και η αλήθεια είναι ότι τα χρήματα στα βιβλία της είναι βασικό κίνητρο πολλές φορές πίσω από τα εγκλήματα. Στα βιβλία σου πάλι βασικό κίνητρο είναι η εκδίκηση. Τελικά, ποιο κίνητρο είναι πιο σημαντικό;
Το χρήμα ήταν κίνητρο όχι μόνο στην Αγκάθα Κρίστι αλλά και σε πολλά αστυνομικά μυθιστορήματα εκείνης της περιόδου. Ήταν όμως ένα θέμα να επιλυθεί το ποιος έκανε το έγκλημα, να βρούμε τον δολοφόνο, άρα ανατρέχαμε στο κίνητρο, και μέσω του οικονομικού κινήτρου βρίσκαμε τον δολοφόνο. Τώρα πια, η συζήτηση έχει μετατεθεί από το ποιος έκανε το έγκλημα, στο γιατί έκανε το έγκλημα. Αυτό σημαίνει ότι το οικονομικό κίνητρο μπαίνει στην άκρη και μπαίνουν στην μέση κοινωνικά αίτια. Για ποιους λόγους έγινε το έγκλημα. Πρέπει να ψάξουμε την κοινωνική συγκυρία, τις κοινωνικές συνθήκες, για να βρούμε ποιος έκανε το έγκλημα, και το οικονομικό στοιχείο πια είναι μόνο ένα μικρό μέρος του σημερινού κοινωνικού προβλήματος.
Στην Ελλάδα δεν έχουμε παράδοση σε serial killers. Στους Παλιούς Λογαριασμούς, όσο και στο προηγούμενο, την Παραπλάνηση, ο δολοφόνος είχε έντονα στοιχεία serial killer. Πόσο εύκολο, ή δύσκολο, είναι να γράψεις για έναν τέτοιο χαρακτήρα, με δεδομένο ότι δεν αποτελεί κομμάτι της κουλτούρας μας;
Οι ιστορίες αυτές που γράφω, πάντα σε συνεργασία με φίλους μου αστυνομικούς που συζητάμε και βασιζόμαστε σε κάποια πραγματικά γεγονότα, όντως έχουν αυτό το πρόβλημα, ότι στην Ελλάδα δεν έχει υπάρξει serial killer. Ο μοναδικός serial killer που έχει καταγραφεί στην σύγχρονη ιστορία είναι ο Βακρινός, ο οποίος το 1995-96 σκότωσε πέντε ανθρώπους. Αλλά με την κοινωνική συγκυρία που είπαμε και πριν, και τα κοινωνικά αίτια, δεν αποκλείεται το φαινόμενο του serial killer να εμφανιστεί πάλι στην σύγχρονη ελληνική κοινωνία. Ουσιαστικά, στα βιβλία δηλαδή, υπάρχει μια εν δυνάμει προφητεία για το τι κακό μπορεί να προκύψει από έναν serial killer. Μελετώντας λοιπόν την αντίστοιχη συγκυρία άλλων χωρών και τα στατιστικά στοιχεία, διαμορφώνουμε ένα πιθανό μοντέλο που θα μπορούσε να υπάρξει, ευκταίο είναι να μην υπάρξει ποτέ, και στην σύγχρονη ελληνική κοινωνία.
Στην Ελλάδα επίσης, με βάση τις έρευνες, δεν διαβάζουμε πολύ. Αν και το αστυνομικό μυθιστόρημα στη χώρα μας έχει χρόνια ιστορίας πίσω του, μόλις τα τελευταία χρόνια διακρίνεται μια άνθηση. Τί νομίζεις ότι έχει συμβάλλει πολύ σε αυτό και πόσο θεωρείς ότι θα κρατήσει μέσα στο χρόνο;
Αυτό που έχει συμβάλλει, είναι η μετατροπή του κλασσικού αστυνομικού μυθιστορήματος σε αυτό που αποκαλώ εδώ και λίγα χρόνια κοινωνικοαστυνομικό μυθιστόρημα με μια λέξη. Δηλαδή, η παρεμβολή, η παρέμβαση του κοινωνικού σχόλιου, της κοινωνικής κριτικής, η αντιμετώπιση κοινωνικών θεμάτων που είναι περίπου ισοβαρής με την αστυνομική πλοκή. Οι άνθρωποι θέλουν να διαβάζουν για τα κοινωνικά προβλήματα, τα διαβάζουν πιο εύκολα μέσα από μια αστυνομική πλοκή, και αυτό έχει οδηγήσει και στην άνθιση και στην διεύρυνση του αναγνωστικού κοινού, γιατί πλέον το 70% των αναγνωστών των αστυνομικών μυθιστορημάτων είναι γυναίκες. Τους αρέσει λοιπόν να διαβάζουν γιατί μέσα σε αυτό βλέπουν κοινωνικά σχόλια για θέματα που καίνε την κοινωνία μας, για το trafficking, την πορνεία, την κακοποίηση γυναικών, τα ναρκωτικά, τους εκβιασμούς, τις κακοποιήσεις. Βλέπουν κοινωνικά θέματα να αναδύονται και να παίρνουν πολύ μεγάλη σημασία, σε βάρος ακόμη και της αστυνομικής πλοκής καθαυτής.
Η «Οργάνωση», το τελευταίο σου βιβλίο, έχει μια καθαρά κινηματογραφική πλοκή. Ποιο έργο σου θα ήθελες να δεις να μεταφέρεται στην μεγάλη οθόνη;
Σίγουρα η Οργάνωση θα ήταν ένα από τα έργα που θα ήθελα να δω στην μεγάλη οθόνη, όπως και ο Σκοτεινός Λαβύρινθος. Ο λόγος είναι ακριβώς αυτό που συζητάμε. Δεν θα έλεγα τόσο κινηματογραφικό, όσο τηλεοπτικό. Είναι μια τηλεοπτική οπτική των σειρών, όπου υπάρχει καταιγιστικός ρυθμός, η εναλλαγή των σκηνών είναι πάρα πολύ γρήγορη, τα φλάσμπακ γρήγορα, οι ανατροπές είναι πολλές. Έχει γραφτεί με μια προσπάθεια, όσο φιλόδοξη κι αν ακούγεται, να οπτικοποιήσω το κείμενο. Είναι δύσκολο, αλλά ως ένα σημείο πιστεύω εφικτό να το καταφέρουμε. Η δράση εκτυλίσσεται ταυτόχρονα σε διαφορετικές σκηνές. Οι χαρακτήρες παρεμβαίνουν, λειτουργούν με μια κινηματογραφική, τηλεοπτική λογική όπως λέμε. Γοργός ρυθμός, όλα αυτά συμβαίνουν καταιγιστικά μπροστά στα μάτια μας και ο λόγος είναι ακριβώς ότι πάντα στο πίσω μέρος του μυαλού μου έχω την ιδέα ότι κάποιο από τα βιβλία μπορεί να μεταφερθεί στον κινηματογράφο. Η Οργάνωση σίγουρα είναι ένα από αυτά.
Βασικό σου χαρακτηριστικό, για όσους δεν σε γνωρίζουν, είναι το πληθωρικό σου χιούμορ. Και βρίσκεται παντού μέσα στα βιβλία σου, είναι κομμάτι της γραφής σου. Πώς συνδυάζεται ο σκοτεινός κόσμος της βίας με το χιούμορ;
Θεωρώ ότι, επειδή η ατμόσφαιρα στα περισσότερα βιβλία μου και ειδικά στην Οργάνωση είναι σκληρή, σκοτεινή, ζοφερή, κάπου αποπνικτική, είναι αυτό που μου αρέσει να λέω ότι πάνω από την πόλη υπάρχει ένα πέπλο φόβου, τρόμου, το οποίο κυριαρχεί, πρέπει να υπάρχει σε αντιστάθμισμα και κάποια αποφόρτιση του αναγνώστη και μια νότα χιούμορ, η οποία ξεκινά και του δίνει μια άλλη αίσθηση, να ξεφύγει από αυτό το πέπλο που τον πνίγει. Είναι όπως στα έργα με τα βαμπίρ, τα οποία βαμπίρ σκοτώνουν, δολοφονούν, πίνουν αίμα το βράδυ, αλλά μόλις βγαίνει ο ήλιος μπαίνουν στον τάφο τους. Χρειάζεται ο αναγνώστης κάποιες ανάσες, κάποιες θα έλεγα προσθαφαιρέσεις αδρεναλίνης, και το χιούμορ είναι η καλύτερη λύση για μένα που εξυπηρετεί αυτό το σκοπό. Ειδικά τώρα αν είναι και ανατρεπτικό το χιούμορ και λίγο αναρχικό και λίγο υψηλής αισθητικής, σε κάνει να ξεφύγεις για ένα λεπτό από την ένταση, μέχρι την επόμενη έκρηξη αδρεναλίνης που σε περιμένει στην επόμενη γωνία.
Ποιους συγγραφείς διαβάζεις τελευταία; Υπάρχουν κάποιοι εξ αυτών που σε εμπνέουν;
Οι κλασσικοί είναι αυτοί που λες. Δηλαδή η έμπνευση έρχεται από αυτούς. Εγώ κάποιους τους θεωρώ ογκόλιθους, επί τροχάδην να σου πω τον Τσάντλερ, τους Σγιέβαλ- Βαλέε που λέω εγώ με την ελληνική προφορά μου, τον Μανσέτ σίγουρα, τον Φαζαρντί, τον Άρνε Νταλ, είναι καταπληκτικοί. Τον Χένινγκ Μάνκελ που μας έδωσε τον Βαλάντερ. Απ’ τη νέα γενιά, υπάρχουν πάρα πολλοί. Αποφεύγω να μιλάω για Έλληνες, γιατί οι Έλληνες, όποτε μιλάω γι’ αυτούς και ξεχνάω κάποιον μου κόβουν και την καλημέρα. Υπάρχει μια αξιόλογη γενιά μεταξύ των 30-40, παιδιών που γράφουν πολύ αξιόλογα, έχουν δώσει πολύ καλά αστυνομικά μυθιστορήματα και στο μέλλον θα δώσουν καλύτερα. Εγώ θα ανέφερα δύο μεγάλους ξένους νεαρούς από την νέα γενιά. Ο ένας είναι ο Ιρλανδός, Άντριαν Μακ Κίντι, και ο άλλος είναι ο Σκωτσέζος, Μάλκολμ Μακέι. Αυτοί οι δύο γράφουν στην σκιά του μεγάλου Ίαν Ράνκιν και είναι δύο εξαιρετικά δείγματα συγγραφέων, οι οποίοι γράφουν καταπληκτικά διηγήματα. Οι υποθέσεις του Μακ Κίντι εκτυλίσσονται στο Μπέλφαστ, την εποχή του πολέμου με τον ΙΡΑ και ο Μακέι γράφει για τον κόσμο των εκτελεστών στην Γλασκόβη. Σκοτεινά, ζοφερά, καταπληκτικά αστυνομικά μυθιστορήματα.
Τί συμβουλεύεις τους νέους συγγραφείς;
Οι νέοι συγγραφείς θα έπρεπε, κατά τη γνώμη μου, να κάνουν κάποια πράγματα πιο μεθοδικά. Πρώτον, να κάνουνε πολύ μεγάλη έρευνα πριν γράψουν τα βιβλία τους για να δώσουν μια ρεαλιστική νότα. Δεν μπορώ να βλέπω λεπτομέρειες, ένα περίστροφο που πετάει τους κάλυκες ενώ τους κρατάει μέσα. Χρειάζεται να έχουνε ένα επιτελείο. Εντάξει, δεν λέω να φτάσουνε στην διαστροφή και την εμμονή τη δική μου επειδή μιλάω με αστυνομικούς, ψυχολόγους, εγκληματολόγους, ιατροδικαστές. Αλλά τουλάχιστον να κάνουν μια έρευνα στα πραγματολογικά στοιχεία του βιβλίου. Και το δεύτερο είναι να διαβάζουν. Να διαβάζουν πολύ. Και όχι μόνο να διαβάζουν κλασσικούς αστυνομικούς της εποχής μας, όπως ας πούμε τον Μάνκελ, τον Ράνκιν. Να διαβάζουν και κλασσικούς, να φτάσουν μέχρι τον Ντοστογιέφσκι. Την τελευταία φορά που ήταν στην Αθήνα ο Άρνε Νταλ και μίλησα μαζί του, πριν δύο χρόνια, και του μίλησα για το περίφημο κοινωνικοαστυνομικό μυθιστόρημα, με τα κοινωνικά στοιχεία, μου είπε «Γρηγόρη, συμφωνώ απόλυτα, αλλά θα πρέπει να βάλουμε και μια άλλη διάσταση. Μπορούμε εμείς οι αστυνομικοί συγγραφείς να γράψουμε λογοτεχνία τύπου Ντοστογιέφσκι;» Το ξέρω ότι είναι ανέφικτο αλλά εκεί θα πρέπει να τείνουμε. Να βελτιώσουμε την ποιότητά μας. Άρα τα νέα παιδιά που έχουν αναμφισβήτητα ταλέντο θα πρέπει να διαβάσουν πιο πολύ κλασσικούς, για να βελτιώσουν την ποιότητα της γραφής τους.
Η ελληνική κοινωνία είναι ανδροκρατούμενη, και η ΕΛΑΣ ως υπηρεσία δεν αποτελεί εξαίρεση. Πρωταγωνίστριά σου, όμως, είναι η αστυνόμος Τρύπη. Γιατί επέλεξες μια γυναίκα και θεωρείς ότι η Τρύπη έχει μέλλον;
Η επιλογή της Τρύπη έγινε ακριβώς για να δικαιώσω μια σκέψη που είχα στο μυαλό μου, ότι ακριβώς σε μια ανδροκρατούμενη κοινωνία, σε ένα ανδροκρατούμενο επάγγελμα και πολύ σκληρό, του οποίου κάποιες φορές η σκληρότητα υπερβαίνει τις αντιθέσεις των φύλων, συμβολικά επιλέγω μια γυναίκα, η οποία αποδεικνύει με τη καθημερινή δουλειά της, και όχι με τα άλλα προσόντα, του αν δηλαδή είναι όμορφη ή πολύ γοητευτική ή έχει πολύ γυμνασμένο κορμί, αποδεικνύει με τη δουλειά της, την επιμονή της, τη μεθοδικότητα και την έρευνα, ότι μπορεί να ανταπεξέλθει και να παίξει τον ρόλο του αστυνομικού ερευνητή, και μάλιστα σε μια υψηλότερη θέση, με απόλυτη επιτυχία. Στην αρχή, στο δεύτερο βιβλίο που παρουσιάζεται η Τρύπη ως κεντρική ηρωΐδα, υπάρχουν κάποια προβλήματα όπου θα την βοηθήσουν ο Βεργίνης, ο οποίος είναι ο μέντοράς της και έχει ακολουθήσει την καριέρα της, ήταν ο δάσκαλός της στην σχολή, αλλά σιγά σιγά η Τρύπη θα καταξιωθεί, θα κερδίσει τον σεβασμό και αυτό αποδεικνύεται στα επόμενα βιβλία, ότι είναι μια αστυνομικός όπου το φύλο πραγματικά δεν παίζει κάποιο ρόλο. Είναι τολμηρή προσέγγιση για τα ελληνικά αστυνομικά χρονικά. Όταν μιλούσα με τον φίλο μου τον διοικητή του τμήματος ανθρωποκτονιών, μου είπε ότι κάτι τέτοιο είναι μάλλον περίεργο για την Ελλάδα, αλλά έξι μήνες πριν, προσλήφθηκαν οι πρώτες γυναίκες υπαστυνόμοι στο Ανθρωποκτονιών και πιθανόν να λειτούργησε προφητικά και η επιλογή της Τρύπη. Δεν έχει να ζηλέψει τίποτα με δύο λόγια. Είναι αυτή η οποία είναι επικεφαλής στο τμήμα της, απόλυτα αποδεκτή, έχει κερδίσει τον σεβασμό, δουλεύει πάρα πολύ και προφανώς παρά τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει που είναι πάρα πολλές, θα έχει μέλλον.
Σκανδιναβικό νουάρ, λάτιν νουάρ, γαλλικό νουάρ. Είναι σχολές που έχουν αφήσει το στίγμα τους στο αστυνομικό μυθιστόρημα. Πόσο πιστεύεις ότι η Ελλάδα έχει δική της σχολή; Μπορούμε να μιλάμε για ελληνικό νουάρ;
Κατ’ αρχήν υπάρχει μια παρανόηση και θα την ξεκαθαρίσω από την αρχή. Το νουάρ από μόνο του δεν είναι σχολή. Το νουάρ είναι ατμόσφαιρα. Ήταν το φιλμ νουάρ που λέμε, που ξεκίνησε από τον γαλλικό κινηματογράφο, ή και νωρίτερα από τον αμερικάνικο κινηματογράφο, είναι μια ατμόσφαιρα που είναι χαμηλά φώτα, μουσικές τζαζ, μοιραίες γυναίκες που θα προδώσουν κάποιον, διεφθαρμένοι σερίφηδες, διεφθαρμένοι πολιτικοί, είναι περισσότερο μια ατμόσφαιρα. Ακόμη και ένα ερωτικό βιβλίο μπορεί να γραφτεί σε νουάρ ατμόσφαιρα. Αυτά λοιπόν, όπως λέμε σωστά, το σκανδιναβικό νουάρ ή Nordic Noir, ή το γαλλικό νουάρ, ή το μεσογειακό νουάρ – το οποίο είναι πάρα πολύ της μόδας – είναι αστυνομικά μυθιστορήματα βουτηγμένα σε μια νουάρ ατμόσφαιρα. Συνεπώς εγώ θα μιλήσω περισσότερο για σκανδιναβικό μυθιστόρημα, μεσογειακό μυθιστόρημα αστυνομικό, τα οποία όντως είναι σχολές και όχι μόνο γεωγραφικά, αλλά κι από τον τρόπο που γράφουν οι συγγραφείς. Η ελληνική αστυνομική σκηνή είναι νέα – γιατί υπήρξε ο Πάπας ο Μαρής, ο Πατριάρχης ο Μάρκαρης – και η νέα σύγχρονη ελληνική σκηνή διακρίνεται για πολλές τάσεις. Μια τάση είναι οι επίγονοι του Πέτρου Μάρκαρη, γράφουν αυτό που λέω εγώ αστικό αστυνομικό μυθιστόρημα. Υπάρχει μια άλλη σχολή που γράφει το περιπετειώδες αστυνομικό κοινωνικό, οι οποίοι μιμούνται στο χαρτί τον Ταραντίνο, ή για μένα, για τους πιο παλιούς τον Σαμ Πέκινπα. Υπάρχουν πολλές τάσεις. Θεωρώ λοιπόν ότι είναι μια μεταβατική περίοδος, η οποία κάνει πολύ καλό στην σύγχρονη ελληνική αστυνομική σκηνή, γιατί όλες αυτές οι τάσεις θα συντεθούν μετά – τώρα υπάρχει μια ανάλυση, ο καθένας γράφει όπως θέλει – όλες αυτές οι τάσεις θα συγκλίνουν και θα δημιουργήσουν μια νέα ελληνική αστυνομική σκηνή, την οποία πραγματικά θεωρώ ότι είναι πολλά υποσχόμενη, γιατί υπάρχουν πολλοί νέοι καλοί συγγραφείς, και θα δούμε πια μια εθνική ταυτότητα μέσα όμως πάντα στην ευρωπαϊκή αστυνομική λογοτεχνία. Γιατί εμάς περισσότερο μας πάει αυτό το είδος και προφανώς όχι το λατινικό ή κάποιο άλλο. Ούτε καν το σκανδιναβικό. Το γαλλικό μας πάει πολύ, το ιταλικό…Η νέα λοιπόν ελληνική αστυνομική σκηνή θα ακολουθήσει αυτό το δρόμο, αυτό που λέω ελληνικό ευρωπαϊκό κοινωνικοαστυνομικό μυθιστόρημα.
Πες μας λίγα λόγια για την «Οργάνωση».
Η Οργάνωση είναι η ιστορία του οργανωμένου εγκλήματος στην Ελλάδα. Στα πλαίσια πάντα της μυθοπλασίας. Αν τώρα η μυθοπλασία πλησιάζει την πραγματικότητα, δεν φταίω εγώ, φταίει η πραγματικότητα. Όταν είχα ρωτήσει τον φίλο μου τον αστυνομικό και του είχα πει τι σκέφτομαι να γράψω, μου είπε «και πώς θα το πεις αυτό το μυθιστόρημα;» Του είπα, ένα μυθιστόρημα επιστημονικής αστυνομικής φαντασίας. Μου λέει γιατί επιστημονικής φαντασίας. Του λέω γιατί αυτά δεν γίνονται στην πραγματικότητα. Ο άνθρωπος κούνησε το κεφάλι, χαμογέλασε και είπε «μα αυτά είναι που γίνονται». Μιλάμε λοιπόν για το οργανωμένο έγκλημα, για μια υπερκυβέρνηση του εγκλήματος, που ελέγχει όλες τις παραβατικές και εγκληματικές συμπεριφορές και δραστηριότητες στην χώρα μας, που είναι τα ναρκωτικά, είναι η πορνεία, είναι το trafficking, είναι οι εκβιασμοί, είναι τα συμβόλαια θανάτου και έχει η υπερκυβέρνηση αυτή χωρίσει τις δραστηριότητες σε τομείς σαν τα υπουργεία, όπου ο καθένας που είναι υπεύθυνος είναι υπεύθυνος και για τα αποτελέσματα. Να φέρει οικονομικά αποτελέσματα για την Οργάνωση. Προφανώς όλοι οι άνθρωποι δεν υπονοούμε ότι είναι διεφθαρμένοι. Δεν είναι διεφθαρμένοι όλοι οι αστυνομικοί, δεν είναι διεφθαρμένοι όλοι οι δικαστικοί, όλοι οι δημοσιογράφοι. Μπορεί να είναι ένα μικρό ποσοστό, 15-20%, αλλά είναι αυτοί που επηρεάζουν όλες τις δραστηριότητες. Και αυτό φαίνεται όταν σε κάποιο σημείο προσεγγίζει την Οργάνωση μια άλλη οργάνωση σε υψηλότερο επίπεδο, αποκαλούμενη οι Επενδυτές, οι οποίοι θέλουν να εισάγουν την Οργάνωση σε ανώτερο επίπεδο, συμπεριλαμβάνοντας και πολιτικά πρόσωπα. Με δυο λόγια δηλαδή, το μήνυμα του βιβλίου είναι ότι η διαφθορά, η διαπλοκή και η εγκληματικότητα, η εγκληματική Οργάνωση είναι μια πολυπλόκαμη οργάνωση, η οποία δεν σταματάει σε ένα επίπεδο, ανεβαίνει ψηλά, ψηλά και ακόμη πιο ψηλά. Όλο αυτό λοιπόν το πράγμα έχει να αντιμετωπίσει η συμπαθής αστυνόμος Τρύπη με την ομάδα της, ένα σχεδόν ανίκητο τέρας, μια Λερναία Ύδρα που δεν μπορείς να της επιβληθείς, μπαίνει σε μεγάλες περιπέτειες και η συνέχεια θα φανεί στο βιβλίο, όπου θα δούμε τελικά ότι τα πράγματα μπορεί να είναι ίσως λίγο πιο σκοτεινά και πιο απαισιόδοξα απ’ ότι έχουμε στο μυαλό μας.
Αν τα αστυνομικά μυθιστορήματα είναι ξεκάθαρα ένα μέσο ανάδειξης των κοινωνικών παθογενειών και τα πράγματα είναι τόσο σκοτεινά όσο τα περιγράφεις στο βιβλίο σου, θεωρείς ότι υπάρχει μια χαραμάδα ελπίδας; Υπάρχει κατά τη γνώμη σου φως στο τούνελ;
Χμμ, αυτή κι είναι ερώτηση. Νομίζω ότι είναι μια εξαιρετική ερώτηση, η οποία χρειάζεται και μια πειστική απάντηση. Τα πράγματα είναι όντως πάρα πολύ σκοτεινά. Η ελπίδα είναι ένα πράγμα, το οποίο δεν βρίσκεται συχνά κοντά μας. Σαν τον ήρωα του βιβλίου, τον Μαύρο, φοράμε όλοι μια πανοπλία από φως στην αρχή της ζωής μας, αλλά από αυτή την πανοπλία υπάρχουν κάποιες ρωγμές, διεισδύει το σκοτάδι. Όσο πιο πολύ διεισδύει το σκοτάδι, απειλεί να καταλάβει και μεγαλύτερο χώρο μέσα μας. Όλες λοιπόν αυτές οι κοινωνικές εξελίξεις, γιατί όντως όπως είπαμε το αστυνομικό μυθιστόρημα της εποχής μας είναι πια κοινωνικό μυθιστόρημα, κοινωνικοαστυνομικό μυθιστόρημα, το οποίο πρέπει να ασχοληθεί με αυτά που συμβαίνουν δίπλα μας. Ο συγγραφέας έχει χρέος να πάρει θέση, έχει χρέος να μιλήσει για αυτά που βλέπει στην κοινωνία μας. Αυτά λοιπόν που βλέπει ο συγγραφέας, αν είναι σκοτεινά, αν είναι ζοφερά, αν βλέπει μια απειλή γύρω μας που κατατρώει την καθημερινή μας ζωή, έχει υποχρέωση να τα καταγράψει. Κατά την δική μου προσωπική άποψη, ναι αυτό το πράγμα που βλέπω γύρω μας είναι το σκοτάδι που καταλαμβάνει συνεχώς όλο και περισσότερο χώρο, και γύρω μας αλλά και μέσα μας. Νομοτελειακά λοιπόν υπάρχει μια αίσθηση ματαιότητας, ότι οδηγούμαστε σ’ ένα πιο σκοτεινό μέλλον. Εκεί όπου η ελπίδα εξαφανίζεται σιγά σιγά. Εκεί που στο φως στο τούνελ εξαφανίζεται η δεσμίδα. Και θα πρέπει να προχωράμε στα σκοτεινά και τα τυφλά προσπαθώντας να βρούμε μια διέξοδο. Τα πράγματα, ναι, θεωρώ ότι είναι πάρα πολύ δύσκολα, θεωρώ ότι πια η κοινωνία ζει κάτω από κάποιους όρους που επιβάλλονται από κάποιες ομάδες κοινωνικές, μέσα στις οποίες το οργανωμένο έγκλημα έχει κυριαρχικό ρόλο.
Τα βιβλία είναι ένα μέσο για να αναδειχθούν τα κοινωνικά προβλήματα, οι ανισότητες, ένα μέσο αφύπνισης παράλληλα του κόσμου. Μπορούμε, στο άμεσο μέλλον, ίσως, να ελπίζουμε σε μια μαζική αντίδραση από τον κόσμο;
Σε κάποιο άλλο πλανήτη, σε κάποιο άλλο χρόνο, σε κάποιο άλλο λαό, πιθανόν αυτά να είχαν κάποια έννοια να τα ρωτήσουμε και να τα συζητήσουμε. Αυτό που έχω να πω είναι το εξής, είναι μια φράση που μ’ αρέσει και την καταθέτω σαν copyright. Η επανάσταση δεν έχει σταματήσει παιδιά, απλώς έχει μεταφερθεί από τους δρόμους στους καναπέδες. Λοιπόν, γίνεται η επανάσταση των καναπέδων, η οποία κι αυτή είναι μια ελπίδα, ότι τα πράγματα μπορεί να αλλάξουν. Ε τώρα εντάξει, δεν είναι και τόσο εύκολο, αλλά αυτό που βλέπω και με ανησυχεί είναι ότι συνεχώς η κρίση εντείνεται, μια μεγάλη μερίδα του κόσμου ζει με λιγότερα μέσα, πιο περιορισμένα. Οι αντιδράσεις δεν υπάρχουν, η βενζίνη πάει στα 2,5 ευρώ, καθόμαστε στα καφενεία και οργιζόμαστε, κανείς όμως δεν αφήνει το αυτοκίνητό του να πηγαίνει με τα πόδια, συνεχίζουμε να βάζουμε βενζίνη και πάλι και πάλι και πάλι…είναι μια τάση που το καπιταλιστικό σύστημα θεωρώ ότι έχει καταφέρει να απομονώσει σε μεγάλο βαθμό τα άτομα και τις μικρές κοινωνικές ομάδες που θα μπορούσαν να αντιδράσουν. Υπάρχει ένα κατακερματισμένο λαϊκό κίνημα εν υπνώσει. Οι άνθρωποι κοιμούνται. Κάποια στιγμή μπορεί να γίνει ένα θαύμα, να ξυπνήσουν. Όσο θαύμα μπορεί να είναι και να ξυπνήσει από την κατάψυξη ο Γουόλτ Ντίσνεϊ και να τον επαναφέρουν στον κόσμο. Αλλά θα επαναφερθεί σε ένα κόσμο μετά από 60 χρόνια και θα βλέπει δίπλα του αυτοκίνητα να περνάνε και υπολογιστές να υπάρχουν και δεν θα ξέρει τι γίνεται. Είμαι απαισιόδοξος. Θεωρώ ότι όσο συνεχίζει αυτή η κοινωνική κρίση, η απάθεια του λαού – ο λαός έχει μια έλλειψη ενσυναίσθησης, ένα πράγμα σαν serial killer, και μια συναισθηματική απάθεια, λες κι όλα αυτά που γίνονται γύρω του δεν αφορούν τον ίδιο. Οπότε οι ελπίδες μου κάποια στιγμή να υπάρχει μια αντίδραση, ένα λαϊκό κίνημα αυθόρμητο, ένας γαλλικός Μάης του 68, ένα ισπανικό κίνημα του εμφυλίου, όσο περνάν τα χρόνια θεωρώ ότι οι ελπίδες εξανεμίζονται.
Παιδί του καπιταλισμού είναι και η παγκοσμιοποίηση. Και η παγκοσμιοποίηση έχει σημαδέψει βαθιά όλες τις κοινωνίες. Υπάρχει επιστροφή;
Όχι, δεν υπάρχει επιστροφή.
Ο Γρηγόρης Αζαριάδης γεννήθηκε το 1951 στην Αθήνα, είναι συγγραφέας των βιβλίων Παλιοί Λογαριασμοί (α΄ έκδοση εκδ. Γαβριηλίδης, β΄ έκδοση εκδ. BELL), Η Τελευταία Παράσταση της Μαρίνας Φιλίππου, Το Μοτίβο του Δολοφόνου (εκδ. Γαβριηλίδης), Σκοτεινός Λαβύρινθος, Παραπλάνηση (εκδ. Μεταίχμιο) και Η Οργάνωση (εκδ. BELL), και έχει γράψει πολλές κριτικές αστυνομικής λογοτεχνίας.
Θα βρίσκεται στην Λάρισα στις 29/6/2022, στο πλαίσιο του παζαριού βιβλίου στο βιβλιοπωλείο Άνεμος.