Γεννήθηκα με την μοίρα να γίνω βασιλιάς. Μου την κλέψανε. Δεν τους κρατάω κακία. Όχι μετά από τόσα χρόνια. Αφοσιώθηκα στον Θεό. Έψαχνα μια διέξοδο, κάποιον που να μπορώ να εμπιστευτώ, κάποιον που να μπορώ να αγαπήσω. Σύντομα κατάλαβα πως μπορούσα να πάρω πίσω αυτά που μου είχανε στερήσει. Η δίψα για εκδίκηση και εξουσία με τύφλωσε. Εκμεταλλεύτηκα την αγάπη και την ηρεμία που μου χάρισε ο Θεός. Τον πρόδωσα. Ήθελα να κυνηγήσω την κλεμμένη μου μοίρα. Αμάρτησα. Η αλαζονεία με οδήγησε σε πολλά εγκλήματα. Ήλπιζα ότι στο τέλος θα κατάφερνα να κερδίσω την ψυχή μου, ότι ο Θεός θα με αγκάλιαζε και πάλι με τη στοργή του. Θα γινόμουν βασιλιάς και θα κληρονομούσα τον θρόνο στον γιο μου, που θα κυβερνούσε την χώρα σύμφωνα με τη θέληση του Θεού. Θα πέθαινα ήσυχος, ξέροντας ότι αφήνω πίσω μου κάτι. Την τάξη στο όνομα του Θεού, και έναν βασιλιά από την γενιά μου. Από την χαμένη για τριάντα χρόνια γενιά μου.
Τίποτα από αυτά δεν έγινε.
Έχουν περάσει είκοσι χρόνια από εκείνη την ημέρα. Από εκείνη την ημέρα που προσπαθώ να ξεχάσω, κι όμως την θυμάμαι πιο ξεκάθαρα από κάθε άλλη.
Εκείνη την ημέρα που έφτασα στην πόλη για να καθίσω στον θρόνο που δικαιωματικά μου άνηκε, η βασίλισσα μου επιφύλασσε μια έκπληξη. Τον γιο της. Ένα παιδί που κανένας δεν ήξερε ότι είχε γεννηθεί. Κι όμως υπήρχε.
Η βασίλισσα είχε προσπαθήσει πολλές φορές να μείνει έγκυος. Όλες οι εγκυμοσύνες της κατέληγαν σε εκτρώσεις, λόγω του δηλητηρίου που έριχνα στην μετάληψή της κάθε εβδομάδα. Ένα από τα παιδιά όμως κατάφερε να επιζήσει. Ήταν πολύ αδύναμο, καθώς γεννήθηκε πρόωρα, αλλά και παραμορφωμένο στο πρόσωπο. Ο βασιλιάς δεν μπορούσε να παρουσιάσει αυτό το παιδί για διάδοχο του θρόνου, όμως δεν μπορούσε και να το σκοτώσει. Αυτός που έκλεψε τον θρόνο από έναν ανάπηρο, ετοίμαζε για διάδοχό του ένα παραμορφωμένο πλάσμα. Το παιδί έζησε. Κλείστηκε σε έναν πύργο, μια παλιά φυλακή στην κορυφή ενός βουνού λίγο έξω από την πόλη, και μεγάλωσε εκεί. Λίγοι έμπιστοι άνθρωποι του βασιλιά ήξεραν για αυτό το παιδί. Αυτοί ανέλαβαν να το μεγαλώσουν και να το εκπαιδεύσουν ζώντας μαζί του στον πύργο. Ανέλαβαν να το ετοιμάσουν για να γίνει κάποια μέρα βασιλιάς.
Μετά τον θάνατο του βασιλιά, η βασίλισσα άρχισε να ερευνά τις συνθήκες του θανάτου του. Προσπάθησε να βάλει σε μια σειρά όλα τα γεγονότα που είχαν οδηγήσει στην δολοφονία του. Αυτό που της κίνησε την περιέργεια ήταν το γεγονός ότι τον δολοφόνο δεν τον είχανε δει πουθενά στην πόλη. Σε καμία ταβέρνα, σε κανένα μαγαζί, πουθενά. Κανένας δεν θυμόταν να τον είδε κάπου, να μιλάει σε κάποιον, να αγοράζει κάτι. Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι είχε έρθει την ίδια μέρα στην πόλη και είχε πάει κατευθείαν στο καμπαναριό, περιμένοντας τον βασιλιά να βγει από το κάστρο. Πράγμα που σημαίνει πως ο δολοφόνος ήξερε για το μήνυμα που είχε λάβει ο βασιλιάς. Και πως ήξερε και τους λόγους για τους οποίους ο βασιλιάς θα έκανε τελικά αυτό το ταξίδι.
Η βασίλισσα ήταν έξυπνη. Κατέληξε εύκολα στο ποιος ευθυνόταν για τον θάνατο του βασιλιά. Όλα δείχνανε πως εγώ είχα σχεδιάσει την δολοφονία του αδερφού μου. Άλλωστε ήμουν ο μοναδικός που είχα να κερδίσω κάτι από τον θάνατό του. Και είχε έρθει η ώρα να φανερώσει σε όλους το μεγάλο μυστικό της.
Όταν έφτασα στο κάστρο και βρέθηκα μπροστά στην βασίλισσα και τον γιο της χλόμιασα. Ήταν κάτι που δεν περίμενα. Δεν αρνήθηκα τίποτα. Δεν είχε νόημα. Τα είχα υπολογίσει όλα. Εκτός από αυτό. Σε μια στιγμή όλα αυτά που έκανα τα τελευταία τριάντα χρόνια πέρασαν μπροστά από τα μάτια μου. Όλα όσα με είχανε φέρει τόσο κοντά στο όνειρό μου. Κι όμως. Ήμουνα πλέον τόσο μακριά.
Ήξερα πια τη μοίρα μου. Και την δέχτηκα αγόγγυστα. Την άξιζα. Όλα αυτά τα χρόνια είχα παραβεί όλους τους νόμους των ανθρώπων και του Θεού. Και εκείνη την στιγμή κατάλαβα την πλάνη μου. Πως πίστευα άραγε ότι θα τα κατάφερνα…?
Έχουν περάσει είκοσι χρόνια από εκείνη την ημέρα. Είκοσι χρόνια. Έζησα πολύ περισσότερο από όσο περίμενα. Έζησα αρκετά για να υποφέρω για όλα αυτά που έκανα. Τιμωρήθηκα όπως μου άξιζε. Και τώρα φυλακισμένος εδώ, στον ίδιο πύργο όπου επί χρόνια ζούσε κρυμμένος ο ανιψιός μου, εξαιτίας της παραμόρφωσης που του προκάλεσα εγώ, εγώ που έχασα τον θρόνο εξαιτίας της δικής μου αναπηρίας, της αναπηρίας που με οδήγησε σε τόσα εγκλήματα, εγκλήματα που το μόνο που κατάφεραν ήταν να με κάνουν να χάσω για δεύτερη φορά αυτό που επιθύμησα περισσότερο στη ζωή μου, εδώ μέσα λοιπόν, κάτω από τη φλόγα του κεριού, περιμένοντας τον ήλιο να ξημερώσει για μια ακόμα ατελείωτη μέρα, προσεύχομαι με όση πίστη μου έχει απομείνει, να πεθάνω σύντομα.
Προσεύχομαι να μου έχει μείνει ένα μικρό κομμάτι ψυχής που να αξίζει να συγχωρεθεί.
*Φωτογραφία εξωφύλλου: pinterest