Κοίταζε το είδωλό της στον καθρέφτη. Τα μακριά, μαύρα μαλλιά της ήταν λυτά και πέφτανε στο στήθος της σαν βροχή. Τα δακρυσμένα μάτια της κρύβανε περισσότερη οργή παρά πόνο, περισσότερη περίσκεψη παρά μοιρολατρία. Ο ήλιος που ξεπρόβαλε πίσω από τα βουνά, μάταια προσπαθούσε να μπει στο δωμάτιο από τα μεγάλα παράθυρα που ήταν καλυμμένα με βαριές, σκούρες κουρτίνες. Σκούπισε τα δάκρυά της και πήρε μια βαθιά ανάσα. Είχανε περάσει τρεις μέρες. Τρεις ολόκληρες μέρες που ήταν κλεισμένη στο δωμάτιό της. Μόνη της, θρηνούσε τον θάνατο του βασιλιά της. Ακόμα δεν μπορούσε να το πιστέψει. Έπρεπε όμως να το ξεπεράσει. Άλλωστε αυτό ξεχωρίζει μια βασίλισσα. Η δύναμη να ξεπερνάει τις δυσκολίες. Είχε ξεπεράσει πολλές όλα αυτά τα χρόνια. Πάντα όμως ήταν δίπλα της. Τώρα ήταν μόνη της. Και αυτό που φανταζόταν ότι συνέβαινε την έκανε να τρέμει σιωπηρά, και να φοβάται, όπως δεν είχε φοβηθεί ποτέ στην ζωή της.
Σηκώθηκε και πήγε στο παράθυρο. Τράβηξε την κουρτίνα και το φως του ήλιου πλημμύρισε το δωμάτιο. Χρειάστηκε μερικές στιγμές για να συνηθίσει το δυνατό φως. Τρεις μέρες στο σκοτάδι, ένιωθε σαν να έβγαινε από τάφο. Στάθηκε εκεί όρθια για λίγα λεπτά. Προσπαθούσε να βάλει τις σκέψεις της σε μια σειρά. Προσπαθούσε να συνδέσει τα γεγονότα, να οργανώσει τις κινήσεις της. Κινδύνευε, το ήξερε. Και όχι μόνο αυτή. Όπως καθότανε μπροστά στο παράθυρο το βλέμμα της αγκάλιασε την κοιλάδα που αντανακλούσε τα χρώματα του πρωινού. Μετά πλανήθηκε στις απόκρημνες πλαγιές των βουνών που την κρατούσαν στην αγκαλιά τους. Στο τέλος στάθηκε για ώρα σε έναν πύργο, φτιαγμένο από μαύρη πέτρα, που ορθωνόταν περήφανος και τρομακτικός σε μια χιονισμένη κορυφή, σχεδόν ένα με τον απόκρημνο βράχο. Μπορούσε να δει την λάμψη ενός κεριού που αχνόφεγγε πίσω από το παράθυρο με τα βαριά κάγκελα. Τα κερί ξαφνικά έσβησε. Το παράθυρο σκοτείνιασε. Και ήξερε πια πως δεν υπήρχε άλλη λύση.
…
Άφησε την επιστολή στο γραφείο του και έτριψε τα χέρια του ικανοποιημένος. Ένα θλιμμένο χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπό του. Όλα είχανε πάει σύμφωνα με το σχέδιο. Ο αδερφός του ήταν νεκρός. Μετά από τόσα χρόνια έβλεπε πλέον το σχέδιό του να μπαίνει στην τελική ευθεία. Το σχέδιο που εκτελούσε βήμα βήμα τα τελευταία τριάντα χρόνια.
Σηκώθηκε και πήγε στο παράθυρο. Ο ήλιος χάιδεψε απαλά το γερασμένο κορμί του. Ένιωσε μια ζεστασιά να τον πλημμυρίζει. Επιτέλους. Θα έπαιρνε αυτό που δικαιωματικά του άνηκε. Τον θρόνο. Έφερε στο μυαλό του όλα αυτά που είχαν συμβεί, όλα τα γεγονότα που τον είχανε φέρει σε αυτήν την θέση. Πως, αν και πρωτότοκος γιος του βασιλιά, έχασε τον θρόνο λόγω της αδύναμης κράσης του και ενός ατυχήματος που τον άφησε κουτσό στα δώδεκά του χρόνια. Πως αποφάσισε να ασχοληθεί με την ιεροσύνη, και να αναρριχηθεί, με τη βοήθεια -τι ειρωνεία- και του αδερφού του, μέχρι το βαθμό του επισκόπου, γιατί κατάλαβε ότι μόνο έτσι θα αποκτούσε την δύναμη που του είχανε αρνηθεί. Πως έριχνε κάθε εβδομάδα λίγες σταγόνες από ένα δηλητήριο στην μετάληψη της βασίλισσας, ώστε να την εμποδίσει να τεκνοποιήσει. Πως αποπλάνησε μια νεαρή μοναχή, που αφού έφερε στον κόσμο το παιδί του, την σκότωσε για να μην αποκαλύψει το μυστικό του. Πως πήρε υπό την προστασία του το παιδί, το σπούδασε, το εκπαίδευσε, και κατάφερε να το κάνει ιππότη του βασιλιά, κάνοντάς το να τον αγαπήσει σαν πατέρα. Πως προσπαθούσε εδώ και πολύ καιρό να φοβίσει τον βασιλιά, με διάφορες απόπειρες, επίτηδες αποτυχημένες, και πως τελικά κατάφερε, προσλαμβάνοντας τον καλύτερο εκτελεστή, να τον δολοφονήσει, την στιγμή που εκείνος δεν το περίμενε. Κι όλα αυτά τα πέτυχε χωρίς να αφήσει κανένα ίχνος, εκμεταλλευόμενος την θέση του και τη δύναμή του. Τώρα πια, με δεδομένο ότι ο βασιλιάς δεν είχε παιδιά, μπορούσε να διεκδικήσει τον θρόνο, όντας ο πιο κοντινός αρσενικός συγγενής του. Θα έβγαζε από την μέση κάποια στιγμή και την βασίλισσα, και μετά θα άφηνε τον θρόνο του στον γιο του, που επιτέλους θα μάθαινε την αλήθεια. Ότι γεννήθηκε για να γίνει βασιλιάς, όπως και εκείνος.
Ναι, αυτό ήταν δικαιοσύνη.
*Φωτογραφία εξωφύλλου: duchessdior